ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ. Η ΑΛΗΘΙΝΗ ΜΑΣ ΕΠΑΦΗ

Όταν μιλώ σε έναν άλλον άνθρωπο, δεν το κάνω «για να ξεφορτώσω...»

Το κάνω, «για να ακούσω» τι λέω ο ίδιος, τι νιώθω, τι θέλω....
Το κάνω, γιατί έτσι μπορώ και «με βλέπω...»

Το κάνω όμως επίσης, για όλα αυτά που «ερεθίζονται» μέσα μου από τα λόγια του άλλου που έχει ακούσει το θέμα μου, διότι «δονούν» εντός μου, κάτι, που και πάλι αφορά εμένα, και που δεν θα το είχα δει αν δεν μου το έλεγε (με όλο αυτό να προκύπτει, χωρίς να το προκαλώ, κι αυτό είναι και «το μαγικό»). Όχι με την έννοια πως ότι κι αν ακούσω θεωρώ ότι ισχύει, αλλά με την έννοια, πως κοιτώ, το «πώς» είμαι, σε σχέση με αυτό. «Που» βρίσκομαι σε σχέση με αυτό; Ισχύει; Σε ποιο βαθμό; Πότε; Ή αυτό καθ’ αυτό μου είναι αδιάφορο, αλλά με παραπέμπει σε κάτι άλλο βαθύτερα κρυμμένο;

Συνήθως εμείς οι άνθρωποι, βλέπουμε πολύ επιφανειακά, και λειτουργούμε εντελώς αντανακλαστικά, όλα όσα θεωρούμε «μας προκαλούν» (φταίνε) οι άλλοι. Αλλά έτσι, πχ το ότι θυμώνουμε, πονάμε, ή χαιρόμαστε τελικά, έχει να κάνει με το γεγονός, ότι μέσα μας είναι που τα έχουμε έτσι κι αλλιώς όλα αυτά, και απλά «ο άλλος» (ο κάθε άλλος) σε κάθε περίπτωση, μας βγάζει και «κάτι» στην επιφάνεια (απ’ όλα όσα έχουμε ήδη όπως είπαμε). Γιατί δεν μπορεί κανείς να μας προκαλέσει κάτι, αν δεν το έχουμε ήδη. Έτσι, στην επαφή μας με τον (κάθε) άλλον, απλώς μας δίνεται η δυνατότητα, να δούμε τι έχουμε. Να αναγνωρίσουμε οπότε τι άλλο; Όλη τη γκάμα της ανθρώπινης ύπαρξης: Που είναι, μία τεράστια αποθήκη ενεργειών, που έχουν να κάνουν με τη διαβάθμιση από το τέρας, μέχρι και τον Άγιο… Γι’ αυτό όταν κάτι δεν θέλουμε να δούμε, το μόνο που κάνουμε είναι το ότι απωθούμε αυτό που ήδη είμαστε. Όλα είμαστε. Το θέμα είναι, πως τα διαχειριζόμαστε, και τι εκδηλώνουμε. Το τέρας; Κάτι ενδιάμεσο; Ή τον Άγιο;

Το κάθε λεκτικό λοιπόν (ή γενικότερα συμπεριφεριακό), καθαρό μοίρασμα, είναι και η ουσία της πραγματικής εξομολόγησης, κι όχι απλά το να λέω τι έχω κάνει, ή τι σκέφτηκα… Και ακριβώς εδώ, κρύβεται η ρίζα της χιλιοειπωμένης «ενσυναίσθησης». Γιατί ότι βρούμε σε εμάς, είναι ίδιο ακριβώς με αυτό που έχει και ο κάθε άλλος. Η «συνάντηση μας», βρίσκεται ακριβώς σε αυτήν την κατανόηση!

Από την άλλη οπότε, η ίδια διαδικασία είναι που λαβαίνει χώρα, όχι μονάχα σε μένα, αλλά και σε αυτόν που με έχει ακούσει: Κερδίζει με τη σειρά του κι αυτός σε συνειδητοποιήσεις μέσω της ειλικρινής μας επαφής, γιατί και σε αυτόν δίνεται το έδαφος, και η δυνατότητα, (αν το θέλει), να αναγνωρίσει μέσα του το τι του έχει δώσει η συνάντηση μας για τον εαυτό του, μέσα από τον εαυτό του. Οπότε τελικά, και σε αυτόν προσφέρεται ακριβώς το ίδιο δώρο από την παρουσία μου, φυσικά εξαιτίας όλων όσων μοιράστηκα.

Να γιατί είναι απαιτητό να έχουμε «αληθινές» σχέσεις, που επιτυγχάνονται, μονάχα μέσω των καθαρών εκμυστηρεύσεων, όλων αυτών που έχουμε μέσα μας, κάθε φορά που μας βγαίνει «η ανάγκη» να τα μοιραστούμε. Χωρίς προσδοκίες, χωρίς απώτερο σκοπό, χωρίς σενάρια μέσω των σκέψεων….

Το Σύμπαν, γνωρίζει… Και αυτό που κάνει, είναι να μας ωθεί, να βγάζουμε προς τα έξω εκφραζόμενα, ακριβώς αυτά που χρειάζεται να δούμε κάθε φορά, ώστε να πορευόμαστε προς τον Ατομικό μας σκοπό στη ζωή, που έχει να κάνει με το κάθε προσωπικό μας σενάριο, με όλα τα άπειρα σενάρια (όλων των ανθρώπων του πλανήτη) να συγκλίνουν, στον ένα και μοναδικό σκοπό όλων μας: Την ώθηση προς την αναγνώριση την Πραγματικής φύσης των πάντων, μέσω του Εαυτού μας.

Έτσι και οι «ορθές σχέσεις» με τους άλλους. Χτίζονται, μονάχα μέσω του χτισίματος της ορθής σχέσης με τον εαυτό μας.

Τώρα όταν μιλάμε για να φανούμε, να καλύψουμε ανασφάλειες, να περάσει το δικό μας κι άλλα τέτοια ωραία, δεν είναι άξια συζήτησης και ανάλυσης, γιατί τότε απλά όλα αυτά δείχνουν, πως όχι μόνο δεν έχουμε τη διάθεση ή την ανάγκη να μιλήσουμε καθαρά, αλλά κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλο μας, δίχως την παραμικρή ισορροπία μέσα μας και φυσικά, με μια ανύπαρκτη  σχέση ως προς την Αληθινή φύση μας.. Που σημαίνει, πως είμαστε σκορποχώρι… Δεν μιλάμε λοιπόν γι’ αυτό…

Σαν συμπέρασμα, καταλήγουμε στο γεγονός, πως πάντα, μα πάντα, (όλοι μας), παίρνουμε μονάχα από εμάς. Ποτέ από «τον άλλο», (τον κάθε άλλον, ή από έξω μας), όπως πολλοί έχει καθιερωθεί να πιστεύουμε.

Όλο το παιχνίδι, παίζεται μονάχα μέσα μας!

Τέλος, γι' αυτόν που ξέρει (και επιδιώκει) να μιλά καθαρά, και να ακούει καθαρά, δεν είναι κάτι που τον πολυενδιαφέρει τελικά, το αν ο άλλος είναι ειλικρινής. Κατ’ αρχήν γνωρίζει, πως αφού ψεύδεται, πρώτα κοροϊδεύει τον εαυτό του και κατά δεύτερο, βρίσκεται σε τέτοιο τεράστιο μπέρδεμα και κρυφό πόνο, που η συμπόνια στο πρόσωπο του άλλου, είναι το μοναδικό πράγμα που μπορεί να κάνει γι’ αυτόν. Γιατί αυτό που τελικά τον ενδιαφέρει, είναι μονάχα αυτά που «ακούει» μέσα του από τα λεγόμενα του άλλου. Το μέγεθος των λαθών, των διαστρεβλώσεων, το μπέρδεμα, τον πόνο, κι όλα όσα είναι ικανά να βασανίζουν έναν άνθρωπο, και να τον εγκλωβίζουν σε ένα όνειρο, είναι, και όλα όσα εκτυλίσσονται ακριβώς μπροστά του, ως μάθημα αποφυγής, ή αναγνώριση, όλων των πραγμάτων που στο παρελθόν, ήταν μέσα σε αυτά και ο ίδιος…

Αλλά εν τέλει, μονάχα αν ο απέναντι, έχει την ανάγκη να είναι το ίδιο καθαρός, υπάρχει η δυνατότητα της γιατρειάς, (μέσω της κατανόησης), και του «κέρδους» και για τους δύο. Ειδάλλως, μονάχα αυτός που εμβαθύνει κερδίζει με τον άλλον, πάντα να χάνει τόσα μα τόσα πολλά... Τον ίδιο τον Εαυτό του….

Διότι υπάρχει Μία Πηγή. Κι αυτή η Πηγή, είναι η ένωση, και η μοναδική μας σωτηρία. Τίποτε άλλο. Με αυτή την Πηγή, να είναι κοινή για όλους μας!

Μόνοι μας φυλακιζόμαστε, και μόνοι λοιπόν καταστρέφουμε τα ηθελημένα δεσμά μας. Με την επαφή μεταξύ μας, την ευκαιρία, να αναγνωρίσουμε, (ο καθένας μας), όλα όσα «νομίζουμε» είμαστε, και να καταφέρουμε να τα υπερβούμε…


Ο ΔΡΟΜΟΣ…

Όταν ξεκινά κάποιος με την Αυτογνωσία χρειάζεται να γνωρίζει, (ή να αντιληφθεί νωρίς, για δικό του καλό εξοικονόμησης χρόνου, και αποφυγής άσκοπης ταλαιπωρίας του), πως το τι γίνεται στην εξωτερική του ζωή, είναι ανεξάρτητο από την Εσωτερική - Εξελικτική Πνευματική του πρόοδο. Αν μιλάμε βέβαια για Πνευματική πρόοδο, και όχι για την επονομαζόμενη εξέλιξη (πρόοδο) του εγώ, δηλαδή μονάχα της προσωπικότητας…..

Ανεξάρτητο (από την Πνευματική του πρόοδο) διότι, το εξωτερικό σκηνικό της ζωής, δεν αφορά έναν «δείκτη» του πόσο καλά, ή ψηλά βρίσκεται εσωτερικά, όσο κι αν αυτό αρχικά (για κάποιο μικρό, ή μεγάλο διάστημα) φτάνει να το νομίζει, αλλά ένα πολύ καλό «εργαλείο», που αν «χρησιμοποιήσει» σωστά, αρχίζει και ελευθερώνεται ουσιαστικά, προσεγγίζοντας την Πραγματική του πλέον Φύση...

Χρειάζεται λοιπόν, να «μην τον απασχολεί» καν «το έξω». Κι αυτό, γιατί πρώτα θα πρέπει να αναγνωρίσει τις εσωτερικές συσσωρεύσεις που έχουν μαζευτεί μέσα του από τα χρόνια και τις καταστάσεις, (ως το υποσυνείδητο του, που αντανακλάται απλώς στην εξωτερική του ζωή), φέρνοντας αυτές τις συσσωρεύσεις στο Φως της κατανόησης, και μετά να μπορέσει να  απολαύσει «τα δώρα» της Εσωτερικής Ευδαιμονίας…..

Διότι μονάχα, συνειδητοποιώντας αυτές τις συσσωρεύσεις, και ξεκαθαρίζοντας τες, (λύνοντας τες μέσα του, μια και όλες τους αντικατοπτρίζουν κομμάτια του, άρα τον ίδιο), φτάνει να «νιώσει» πως το εξωτερικό σκηνικό τελικά, πραγματικά δεν τον αφορά…. (αν θέλει να πάει βαθύτερα, και ουσιαστικότερα για να φτάσει στον Αληθινό του Σκοπό στη ζωή).

Έτσι λοιπόν, (κι αυτό χρειάζεται να το βιώσει πολύ καλά), ότι δυσκολία έρχεται «από έξω», είναι κάτι που πρέπει να «ΔΕΙ», άρα «να λύσει μέσα του», και όχι να επιδιώξει «να το αλλάξει». Και πρέπει να γίνει, γιατί μόνο κατά αυτόν τον τρόπο θα μπορέσει να φτάσει σε αυτή την Πνευματική πρόοδο, που αφορά το «να μην τον επηρεάζει» το εξωτερικό σε τίποτα που έχει να κάνει με το πως νιώθει, τι πιστεύει για τον εαυτό του, και πως φτάνει να συμπεριφέρεται στο περιβάλλον του.

Δύσκολο, αλλά αυτός είναι ο Δρόμος…

Διότι η Εσωτερική του Γαλήνη, είναι ανεξάρτητη από τις εξωτερικές  επιδιώξεις. Αν επηρεάζεται από αυτές, έστω και στο ελάχιστο, σημαίνει πως χρειάζεται να δουλέψει ακόμα πολύ... Να ψάξει. Να ψάξει και να βρει. Ποιες είναι οι «καταχωρήσεις» που τον δυστυχούν; Ποιες οι καταχωρήσεις (πεποιθήσεις, διαστρεβλώσεις, παρανοήσεις), τον κάνουν να νιώθει ανεπαρκή, αδικημένο, μόνο, ανήμπορο; Γιατί όλα αυτά, δεν έχουν να κάνουν με αυτό που Πραγματικά Είναι…

Αν λοιπόν τον αφορούν αυτές οι εξωτερικές επιδιώξεις, και  «εξαρτάται» από αυτές, η προσοχή του σημαίνει πως είναι ταυτισμένη με την ύλη, το σώμα του, και την προσωπικότητα του, που έχει να κάνει μονάχα με το προσωρινό του πέρασμα από αυτόν τον κόσμο, και όχι με την Πραγματική σωτηρία του.

Ο Δρόμος, δείχνει μόνος του λοιπόν.

Τι μας απασχολεί στη ζωή, και με ποια ζητήματα καταπιάνεται ο νους, και η καρδιά μας; Με τα έξω, ή, με την πηγή εξάρτησης και επίλυσης του γιατί το έξω, μας «τραβά», και χάνουμε το Δρόμο μας;

«Πως» λοιπόν ο καθένας «χρησιμοποιεί» τη ζωή, αυτό είναι που δείχνει την πορεία του, και όχι το «τι» ζωή «φαίνεται» πως έχει…

Γι’ αυτό και το έξω, δεν είναι δείκτης της ανόδου του μέσα, και γι’ αυτό και την πρώτιστη σημασία έχει τελικά το πως «Είμαστε», ως προς οτιδήποτε κι αν συμβαίνει έξω, σε κάθε μας στιγμή στη ζωή μας. Η στάση μας. Μέσα και έξω….

Τότε είναι όλα Ένα, (καταλαβαίνουμε πως όντως είναι, και πως εμείς τα διαχωρίζαμε  αυθαίρετα και υποκειμενικά), και τότε ζούμε ολικά (ολιστικά)…

Γιατί στην ουσία, έτσι ζούμε Πραγματικά, (ως Αυτό που Είμαστε Αληθινά), και έτσι  αντιλαμβανόμαστε (στην πράξη πια), βιώνοντας, πως το μέσα και το έξω, είναι Ένα, με το έξω, να είναι απλά η ορατή, κατακερματισμένη, και πολύ πολύ μικρή περιορισμένη εξωτερίκευση του μέσα, σε τόπο, και χρόνο…


Η ΜΗΧΑΝΙΚΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ

Εργαζόμενοι, έρχονται στιγμές που χάνουμε το σημείο εστίασης μας. Αυτό μας δείχνει, πως δεν είναι κάτι που λειτουργεί από μόνο του. Χρειάζεται δηλαδή, η δική μας εστιασμένη ενεργοποιούσα στάση και προσοχή, ώστε να υφίσταται.

Ότι λειτουργεί με τη βούληση μας, είναι συνειδητό, ενώ ότι αντίθετα εκφράζεται «από μόνο του», είναι ασύνειδο. Ασύνειδο ίσον μηχανικό. Χωρίς τη δική μας εποπτεία. Χωρίς εγρήγορση. Χωρίς θέληση. Χωρίς προσοχή. Χωρίς το γιατί και το πώς, χωρίς την βαθύτερη του αιτία έκφρασης.

Όταν συμβαίνει αυτό, είμαστε δέσμιοι λοιπόν σε κάτι που ενώ εκφράζεται από εμάς (από τους φορείς μας), ουσιαστικά δεν γνωρίζουμε (δεν το ψάξαμε ποτέ βαθύτερα) αν το θέλουμε ή όχι, απλά, βγαίνει όπως λέμε …. «από μόνο του». Αυτή είναι όπως διαπιστώνουμε, η καθημερινή λειτουργία  των ανθρώπων, γι’ αυτό και χαρακτηρίζονται ασυνείδητοι. (Σε ότι αφορά  ζητήματα Αυτογνωσίας).

Και ανταποκρίνονται (τελικά προς πάσα κατεύθυνση) έτσι, (και απέναντι στο περιβάλλον, και προς τους ανθρώπους, και απέναντι στον εαυτό τους), δίχως να έχουν βαθύτερη βούληση των εκφράσεων, και γενικότερα των λειτουργιών τους. Και είναι, αυτή η «μηχανική» στάση, που τους κάνει σκλάβους. Των επιθυμιών τους, των θελημάτων των άλλων, των φόβων τους κλπ.

Τι είναι όμως μια μηχανική λειτουργία; Ας το δούμε:
Αναφέραμε παραπάνω, πως είναι μία λειτουργία που βγαίνει «από μόνη της». Έτσι φαίνεται όμως, αλλά τελικά, δεν είναι. Αυτή τη λειτουργία, (την κάθε μηχανική λειτουργία), εμείς οι ίδιοι την δημιουργήσαμε. Γιατί κάθε μηχανική λειτουργία, είναι μία παρελθούσα μας καταγραφή τρόπου συμπεριφοράς, (λόγω συγκεκριμένων καταχωρημένων πεποιθήσεων), που διεξάγαμε οι ίδιοι στο παρελθόν ξανά και ξανά και ξανά, φτάνοντας τελικά σήμερα, να φαίνεται ότι «γίνεται από μόνη της». Είναι τόσο παλιά, που «ξεχάσαμε» πότε και πως, αποφασίσαμε να τη λειτουργούμε κατά αυτόν τον τρόπο…

Οι άνθρωποι λοιπόν, κάνουν τα πάντα κατά αυτόν τον παραπάνω περιγραφόμενο τρόπο. Όπως δηλαδή γνωρίζουμε πώς να βάλουμε μπρος ένα αυτοκίνητο, κατά τον ίδιο τρόπο απαντάμε, αγαπάμε, φερόμαστε, περπατάμε, μιλάμε κλπ

Κάθε τι λοιπόν που «θέλουμε» να αλλάξουμε, ή θέλουμε να λειτουργήσουμε, δεν έχουμε, παρά να το πράττουμε επανειλημμένα, μέχρι, να μας γίνει συνήθεια. Τότε, που θα φτάσει να λειτουργεί μηχανικά, σημαίνει πως «ανεβήκαμε level», (έγινε κεκτημένο για εμάς) και άρα, είμαστε έτοιμοι, για ακόμα μεγαλύτερη, ανώτερη κατάσταση, με την οποία πλέον θα εργαζόμαστε, αν βέβαια δεν θέλουμε να λειτουργούμε μηχανικά... Γι’ αυτό λέμε, κάθε μέρα να είναι «μία καινούρια μέρα». Μέσα μας. Γιατί όταν επιτευχθεί μέσα μας, τότε θα διαπιστώσουμε, πως πράγματι όχι κάθε μέρα, αλλά κάθε στιγμή είναι μοναδική αλλά θα είμαστε «σε αυτήν», «ενωμένοι μαζί της», δεν θα χορεύει το μυαλό μας κάπου αλλού, ενώ εμείς παραμένουμε φερόμενοι σαν «κουρδισμένα μηχανάκια»…

Κάθε λοιπόν επόμενης βαθμίδας κατάσταση, (για να το πούμε πιο γενικά, όσων αφορά τα επίπεδα συνειδητότητας), που θεληματικά λειτουργούμε, φτάνει κάποια στιγμή, (μετά από εργασία), να αποτελέσει την μελλοντική μας  μηχανικότητα (ασυνειδησία, δηλαδή θα λειτουργεί πλέον «μόνη της», και άρα μηχανικά, -που σημαίνει πως έγινε κεκτημένη-, μετά από επαναλαμβανόμενη χρησιμοποίηση λόγω πλέον συνήθειας,), αλλά θα είναι πιο αναβαθμισμένη από την κάθε προηγούμενη, που σημαίνει πως τότε, θα έχει έρθει η ώρα για εργασία, σε ακόμα πιο ανεβασμένη κατάσταση συνείδησης, και πάει λέγοντας...

Ότι περιγράφηκε, δεν είναι παρά ο τρόπος περάσματος από τα διάφορα «στάδια  διαβάθμισης», και ταυτόχρονα «διεύρυνσης της συνείδησης» μέσα από τα οποία περνάμε, ώστε να συμμετέχουμε στην εξέλιξη της συνείδησης, μη παραμένοντες σε λιμνάζουσες καταστάσεις που οι άνθρωποι τις αποκαλούν «σταθερές», «συγκεκριμένο χαρακτήρα», ή στάνταρντ (καθ’ όλα προβλέψιμη) προσωπικότητα.

Η ουσία είναι, να γνωρίζουμε κατά τη διάρκεια της ζωής μας, όλο και περισσότερα κομμάτια μέσα μας αναγνωρίζοντας τα κι αυτό, έχει να κάνει με την εμβάθυνση, δηλαδή το κοίταγμα στο εσωτερικό μας, «μέσα από τις λειτουργίες». (Τον τρόπο που σκεφτόμαστε και τι σκεφτόμαστε, τις αξίες μας, τις πεποιθήσεις μας, τον τρόπο συμπεριφοράς και αντίδρασης μας στους εξωγενείς παράγοντες, τον τρόπο αντίδρασης ή στάσης μας, απέναντι σε ότι «κινούμαστε», «σκεφτόμαστε», «νιώθουμε» κλπ)


Η ΚΑΤΑΝΟΗΣΗ ΤΗΣ ΤΩΡΙΝΗΣ ΘΕΣΗΣ, ΩΣ ΑΦΕΤΗΡΙΑ ΔΙΕΥΡΥΝΣΗΣ

Για να μπορέσεις να εκφράσεις, πεις, σκεφτείς το οτιδήποτε, και να’ σαι σίγουρος γι’ αυτό, όπως και να’ χει μια «ορθή» (αντικειμενική εσωτερικά) βάση, θα πρέπει να έχεις «κατασταλάξει» σε ένα επίπεδο.

Οι άνθρωποι συνήθως, επειδή είναι «σαν φτερό στον άνεμο», διαμορφωμένοι από το περιβάλλον και τη γαλούχηση του, σπάνια μπορούν να «έχουν δική τους άποψη». Αυτό όμως, είναι και η κυριότερη αιτία της δυστυχίας τους….

Δεν ξέρουν τι θέλουν, τι νιώθουν, τι κάνουν… Περνάνε από τη ζωή σε όλες τις  φάσεις τις σαν υπνωτισμένοι, κι αν τους ρωτήσεις τι θα μπορούσε να τους κάνει να είναι ευτυχισμένοι, ούτε καν σε αυτό θα μπορούσαν να δώσουν απάντηση… Το πολύ πολύ να πουν κάτι απλά για να πουν, μόνο και μόνο για να σου απαντήσουν…

Οι άνθρωποι λοιπόν, διαρκώς «νομίζουν»…

Δεν έχουν καταλάβει πως η μετάβαση από το «νομίζω» στο «γνωρίζω», αφορά μία στάση της συνείδησης τους, που πρέπει οι ίδιοι να κατανοήσουν.

Αυτή η στάση, είναι απαραίτητο να αφομοιωθεί (συνειδητοποιηθεί) όσων αφορά την ψυχονοητικοκινητική τους κατάσταση, ώστε βλέποντας τον εαυτό τους μέσα της, να μπορέσουν να βγάλουν κάποια συμπεράσματα για τους ίδιους..

Το κοίταγμα αυτών των συμπερασμάτων, είναι που κάνει γνωστή την κατάσταση τους, και ορίζει τη στάση τους, ή αλλιώς την αφετηρία τους, μέσα από την οποία θα μπορέσουν να πορευθούν στη συνέχεια, σε μία συνεχώς διευρυνόμενη  πορεία (κατανόησης) ζωής πλέον.

Μόνο έτσι προχωρώντας μετά από κάποιο διάστημα είναι ικανοί, να αναγνωρίσουν «που ήταν», (με την πρώτη στάση που αναγνώρισαν), και «που είναι» τώρα. Αυτό, είναι που τους κάνει γνωστό το προχώρημα τους, και συγκρίνοντας το με την αρχική τους στάση, τους δηλώνει την τωρινή ποια θέση τους, αναγνωρίζοντας το που ήταν τότε, και που είναι τώρα, που σαφώς σε σημεία, (μπορεί και σε ορισμένες περιπτώσεις και ριζικά), έχει αλλάξει.

Κάποιοι, το κράτημα σε θέσεις, το θεωρούν (και γι’ αυτό το βαφτίζουν) «σταθερότητα», και μπορεί να νιώθουν και υπερήφανοι γι’ αυτό. Όμως στη τελική αυτό δεν είναι σταθερότητα, αλλά μονάχα στασιμότητα. «Κόλλημα» σε στάση της συνείδησης, που δεν έχει συνειδητοποιηθεί ως στάση, αλλά θεωρείται πάγιο χαρακτηριστικό μας. Λάθος….

Η συνείδηση, αν δεν προχωρά (μέσω στάσεων από τη κάθε μία, σε κάποια επόμενη πιο διαβαθμισμένη), εγκλωβίζεται, και εν αγνοία της δημιουργεί όλες τις φυλακές του ανθρώπου, τις οποίες αναγνωρίζουμε στο χάλι του κόσμου που αντικρίζουμε παντού γύρω μας…

Είναι λοιπόν απείρως σημαντική, η κατανόηση της φάσης της οποίας βρέθηκε ο καθένας, κι αυτή ακριβώς η κατανόηση, είναι που «δείχνει» και κάνει εφικτή, την απαραίτητη σε βάθος κατανόηση της πρώτης στάσης ως αφετηρίας. Γνωρίζοντας όμως πως η προσοχή, χρειάζεται να βρίσκεται σε εμάς, και όχι στο τι απαιτεί η κοινωνία, η οικογένεια, το περιβάλλον από εμάς, αλλά τι «δονεί», τη δική μας προσωπική ανάγκη, όπως και ποια είναι αυτή…

Είναι απαράδεκτο να μη γνωρίζει ο άνθρωπος, (ο κάθε άνθρωπος), ποιος είναι, τι θέλει, που πάει, τι κάνει γι’ αυτό… Ερωτήματα που αν δεν απαντηθούν από τον ίδιο, ώστε να μπορέσει να αρχίσει να επεκτείνεται συνειδησιακά (που είναι και ο αληθινός σκοπός του στη ζωή), είναι βέβαιο πως θα συνεχίσει να ζει δυστυχής, μόνος και φυλακισμένος, κι έτσι ακριβώς και θα πεθάνει… Γι’ αυτό είναι απαράδεκτο να μη γνωρίζει αλλά να νομίζει, κι ας συμβαίνει παντού…



ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΩΝ

Ο μοναδικός τρόπος αντιμετώπισης του οποιουδήποτε ζητήματος στη ζωή, τονίζουμε, του οποιουδήποτε, είναι πάντα πρώτα η αποστασιοποίηση μας από αυτό. Πιο συγκεκριμένα, η δημιουργία απομάκρυνσης, απόστασης ανάμεσα σε εμάς και το θέμα που σημαίνει, «το κοίταγμα του», από μια θέση ανώτερη, ή αν προτιμάτε βαθύτερη. Έτσι, δεν υπάρχει κανένας πια λόγος τελικά απασχόλησης μας μαζί του για «ανεύρεση λύσης»…  Γιατί;

Διότι η ίδια αυτή απόσταση, (αποστασιοποίηση), φέρνει μέσα της ένα  αποτέλεσμα, που είναι ακριβώς οι «πληροφορίες» που το λύνουν. Αρχικά, το ότι δεν υπάρχει τελικά το πρόβλημα… Δεν υπήρχε ποτέ. Αυτό, μας κάνει να κινηθούμε (μια και βλέπουμε πλέον καθαρότερα),  με ψυχραιμότερες κινήσεις εξωτερικά, (όταν μας πιέζουν καθαρά οι άλλοι, ή οι άλλοι μέσω των καταστάσεων) απ’ ότι πριν. Τρελό; Ναι, μα μονάχα για τη λογική μας, αλλά έτσι λειτουργούν τα πράγματα….

Το κάθε πρόβλημα, (θέμα) λοιπόν που μας απασχολεί, χρειάζεται να καταλάβουμε πως δεν είναι τίποτε άλλο, παρά ένας περιορισμένος τρόπος κοιτάγματος, (που στηρίζεται στα φαινόμενα), και όχι ένα αντικειμενικό πρόβλημα. Εμείς, (μαθημένοι με έναν συγκεκριμένο τρόπο, επηρεαζόμενοι από τους άλλους και το περιβάλλον, και δίνοντας αρχηγική αξία στις ορέξεις μας ονομάζοντας τες «ελλείψεις»), βαφτίζουμε κάτι ως πρόβλημα, (που φτάνει να μας γίνει καταναγκαστική εμμονή,) ακριβώς επειδή επιλέξαμε (ασυνείδητα) να ταυτιστούμε με συγκεκριμένες πεποιθήσεις, (που φέρνουν και συγκεκριμένες βέβαια περιορισμένες συμπεριφορές),  καθαρά από συνήθεια.

Όποιο πρόβλημα σήμερα οπότε υφίσταται στη ζωή μας, εμείς οι ίδιοι το δημιουργήσαμε, από τη στιγμή που κοιτάξαμε από μία θέση  (μέσα μας) περιορισμένη. Η λύση, είναι το να το δούμε (ξανά), από μια πιο διευρυμένη οπτική, η οποία και αλλοιώνει συθέμελα την τόση πολύ σημασία που αρχικά του δώσαμε. Η καταχώριση του στην οποία βασιστήκαμε, και «κρεμάσαμε» πάνω της την επιτυχία, την χαρά, την αξία, την ευτυχία μας ή ότι άλλο, είναι τελικά και η αιτία δημιουργίας του κάθε μας προβλήματος, που όταν βιωθεί αυτή η αιτία, (αναγνωρίζοντας την, και βλέποντας την καθαρά,) τα αποτελέσματα της, παύουν να έχουν πια δύναμη πάνω μας … (Δύναμη επηρεασμού, κατεύθυνσης, ή και καθορισμού της συναισθηματικής μας κατάστασης).

Αυτός είναι ο τρόπος αντιμετώπισης καί θεμάτων που «σκάνε» ξαφνικά, καί χρόνιων θεμάτων που (νομίζουμε) μας βασανίζουν (καθαρά από παρανοήσεις). Εμείς επιλέγουμε το βασανισμό μας… Εμείς, επηρεαζόμενοι κυρίως από την ταύτιση (προσκόλληση) μας, σε καθορισμένα (περιορισμένα) πρότυπα ευτυχίας μας.

Άρα, κάθε φορά που θεωρούμε ότι έχουμε πρόβλημα, απλά έχουμε ταυτιστεί με κάτι, ή κάποιον. Αυτή ακριβώς η ταύτιση, μας δείχνει πως έχουμε ένα γενικότερο πρόβλημα:
«Ότι ταυτιζόμαστε πάντα με κάτι για να μας καθορίζει, γιατί ακριβώς ζούμε, και κοιτάζουμε τα πάντα, με μια καθορισμένη, κλειστή και περιορισμένη οπτική…»
Και γιατί:
«Δεν στηριζόμαστε σε εμάς, αλλά μόνιμα σε εξωγενής παράγοντες».


Ποια είναι όμως τελικά αυτή η περιορισμένη μας οπτική; Την είδαμε ποτέ κατάματα; Γιατί αφού θεωρούμε οτιδήποτε ως «πρόβλημα», αυτό από μόνο του δείχνει πως είμαστε περιορισμένοι, και είναι και αυτό που μας «σέρνει από τη μύτη».

Ίσως δεν θέλουμε, ίσως δεν μας βολεύει όμως να τη δούμε, που τελικά δεν έχει και σημασία... Σημασία έχει πως όλη αυτή η λειτουργία, μας κάνει να μην είμαστε ποτέ μα ποτέ ελεύθεροι... Διακρίνοντας και πως σκλάβος, δεν είναι μονάχα ο βασανιζόμενος, αλλά και ο κάθε βασανιστής, μια και αυτός για την επιτυχία του ή τη δύναμη του, (όπως την εννοεί), πάντα βασίζεται, σε ζητήματα έξω από τον εαυτό του… Τραγικά βασανιστικό, ακόμα και να είσαι σατράπης λοιπόν…

Η αλλαγή όμως θέσης, μας δείχνει κατάματα «που» κολλήσαμε, («ταυτιστήκαμε»), και ενώ τα γεγονότα του ζητήματος δεν έχουν αλλάξει εξωτερικά, μας κάνει να θεωρούμε πως το ζήτημα, δεν είναι τελικά τόσο άξιο της προσοχής μας…

Στο χρόνο, λύνοντας βασικά θέματα με αυτή τη νέα μας διευρυμένη (πια) οπτική, ως εκ θαύματος, αλλάζουν (μεταμορφώνονται) καί τα εξωτερικά γεγονότα κι αυτό, σε κάθε κομμάτι της ζωής μας. Θαύμα; Όχι βέβαια. Απλά αποτέλεσμα της δικής μας στάσης… Διότι είμαστε δημιουργοί. Δημιουργοί της ζωής μας. Αυτό, δεν πρέπει να το ξεχνάμε ποτέ….

Τέλος, όσο τα «θέματα» μεγαλώνουν, και τα μεταμορφώνουμε πάντα, και κάθε φορά προς το καλύτερο, (όπως και τους ανθρώπους γύρω μας, χωρίς να είναι καν αυτός ο σκοπός μας), τόσο τασσόμαστε ψηλότερα, και διευρυνόμαστε όλο και περισσότερο, γινόμενοι κάθε φορά πιο δυνατοί, με τις αντίστοιχες αισθήσεις και συνειδητοποιήσεις, που αντικαθιστούν τον άδειο πια χώρο των παρελθόντων παρανοήσεων μας, οι οποίες και δεν μας κατευθύνουν βεβαίως, γιατί δεν υπάρχουν πια μέσα μας.

Η ζωή, είναι μία μεταμόρφωση. Εμείς λοιπόν, η ζωή μας, που είναι μέρος της φύσης, υπάρχει περίπτωση να μην είμαστε από κούνια «σφραγισμένοι» με καθαρισμένο πεπρωμένο το οποίο και είναι απαιτητό να μεταμορφωθεί; Όχι βέβαια… Κι όποιος πιστεύει στις συμπτώσεις, ή ότι τα πράγματα γίνονται τυχαία, είναι απλά ανόητος (στερείται νόησης), άρα κολλημένος σε «σταθερές» πεποιθήσεις και καθορισμούς για το τι ισχύει και τι όχι….

Θα γίνει η μεταμόρφωση μας με χτυπήματα, όπως και να’ χει! Είναι η ταυτότητα του «τόπου» (χώρου) εδώ που δεν το γλιτώνουμε. Το αν τώρα γίνει αργά και βασανιστικά, κόντρα μας, μέσα από συνεχής και ατέλειωτο πόνο, ζόρι  και βάσανα, ή αναλαμβάνοντας τον εαυτό μας, καταφέρνοντας (μετά από επιμονή και ορθή κατεύθυνση) να βιώνουμε ειρήνη, (ασχέτως εξωτερικών φαινομένων), και αποδοχή του ως έχει, (όπως κι αν είναι το οτιδήποτε), με μια ευρύτερη κατανόηση ταυτιζόμενη απόλυτα με το σκοπό μας εδώ, είναι μία καθαρά ατομική απόφαση του καθενός από μας, στην οποία θα ταχθεί, όπως και να’ χει κάποια στιγμή να πάρει θέση...

Τα πράγματα, γίνονται «ακριβώς» όπως πρέπει να γίνουν!
Σκληρό;
Είναι!
Αλλά έτσι έχουν τα πράγματα όπως είπαμε.

Ή τασσόμαστε κόντρα σε αυτόν τον κόσμο (και τις δυνάμεις του) και νικάμε, ανακτώντας τον Εαυτό μας και την αληθινή μας Δύναμη, ή γινόμαστε αναλώσιμοι, για λίπασμα των επόμενων γενεών, (υλικά, συναισθηματικά, νοητικά), επανερχόμενοι συνεχώς, να πονάμε στους αιώνες…


ΤΑΥΤΙΣΜΟΣ ΑΠΟΣΤΑΣΙΟΠΟΙΗΣΗΣ

Βιώνω ταυτιζόμενος, αποστασιοποιημένα. Πως είναι δυνατόν να γίνεται; Κι όμως γίνεται!

Βιώνω κάτι, (οτιδήποτε), και αναγνωρίζω, την (ήδη) αδιαίρετη ένωση μου μαζί του, ενώ παρατηρώ από μέσα του, αυτό το ίδιο ως εαυτό μου. Και μπορώ να το δω όλο αυτό, (νιώθοντας ως αυτό), και να αναγνωρίζω την όλη  διαδικασία, γιατί τελικά, το βλέπω, (βρισκόμενος) από έξω του. Ακριβώς για τους δύο αυτούς λόγους:
1.Γιατί μπορώ να γνωρίζω κάτι, μόνο όταν είμαι ένα μαζί του, και
2.Γιατί το βλέπω, ακριβώς γιατί είμαι έξω από αυτό για να είμαι σε θέση να το παρατηρώ.

Το πρόβλημα των ανθρώπων είναι ότι αναγνωρίζουν, (οπότε και ταυτίζονται) με τον έναν από τους δύο μόνο παραπάνω πόλους, θεωρώντας τον άλλον ξένο γι’ αυτούς.
Είναι δηλαδή οι ίδιοι κάτι, και λόγω αυτής ακριβώς της ταύτισης με αυτό που αναγνωρίζουν ότι είναι, γίνονται εξαρτημένοι ως προς αυτό, γιατί η εξάρτηση τους ως απόλυτη ταύτιση αναγνώρισης, δεν τους επιτρέπει να αναγνωρίσουν πως είναι και «έξω» του. Κάτι βέβαια που θα τους έφερνε στη θέση του να σπάσουν τον επηρεασμό,  σε κάθε βαθμό που τώρα τους καθορίζει,
ή, κοιτούν κάτι (που αναγνωρίζουν) απέναντι, (άρα το κοιτούν μόνο από έξω), θεωρώντας το ξένο ως προς τους ίδιους, οπότε τους κάνει να νομίζουν πως δεν τους αφορά.

Γι’ αυτό οι άνθρωποι είναι είτε κτητικοί, είτε παντελώς αδιάφοροι. Δεν υπάρχει γι’ αυτούς μέση οδός. Γιατί σε ότι θεωρούν πως τους αφορά είναι ταυτισμένοι, και σε ότι δεν μπορούν να νιώσουν ότι αντιπροσωπεύει τον εαυτό τους, γίνονται κρητικοί και σκληροί.

Όμως η πραγματικότητα ως αυτό που τελικά Είμαι, (και ο καθένας μας), είναι έξω απ’ όλα και μέσα σε όλα, με το να ισχύουν τελικά και οι δύο πόλοι ταυτόχρονα. Το κάθε τι μεμονωμένο, όπως και το γενικό. (Που περιλαμβάνει κάθε τι μεμονωμένο). Ότι αλλάζει ως αντίληψη μου οπότε, είναι μονάχα η (κάθε διαφορετική) θέση από την οποία το βλέπω και το κατανοώ, ανάλογα όπως είπαμε με τον πόλο με τον οποίο έχω ταυτιστεί.

Όμως βιώνοντας (και κατ’ επέκταση λειτουργώντας) και τις δύο θέσεις ταυτόχρονα, μόνο τότε μπορώ να βρίσκομαι σε ισορροπία και να κατανοώ τα πάντα, ακριβώς επειδή είμαι τελικά παντού. Γιατί αναγνωρίζω έμπρακτα σε κάθε μου στάση στη ζωή, την κάθε συνειδησιακή θέση.

Επειδή όμως ακριβώς κάθε διαφορετική θέση, μου δίνει και μια άλλη μορφή κατανόησης, αντιλαμβάνομαι πως είναι ικανότητα  (αρχικά ως δυνατότητα μέσα μου) το να μπορώ να αλλάζω αυτήν την κάθε (συνειδησιακή) «θέση» της εστίασης μου, (από ένα σημείο και μετά κατά βούληση), προσφέροντας μου σταδιακή επιφανειακότητα, όπως και σταδιακό βάθος με την κάθε ταύτιση.  Αυτός είναι και ο τρόπος αναγνώρισης βέβαια της κάθε θέσης. Η μεταφορά μου (με ευκολία) από την (κάθε) μία κατάσταση, σε (κάθε) μία άλλη.

Έτσι, δεν είμαι μόνιμα ταυτισμένος σε μία θέση, οπότε γι’ αυτό και αναγνωρίζω αυτούς που είναι και τους κατανοώ. Γιατί «δεν μπορούν» να δουν κάτι άλλο, διότι δεν έχουν αναγνωρίσει (ακόμα) πως καμία θέση δεν είναι η μόνιμη τους κατάσταση, (και όλων μας), οπότε καμία «στάση» Συνείδησης δεν αντιπροσωπεύει, (και ούτε μπορεί), την αλήθεια τελικά για τον (Πραγματικό) Εαυτό (όλων μας). Ακριβώς γιατί κάθε ξεχώρισμα από το σύνολο και ταύτιση μόνο με αυτό, είναι μονάχα ένας ακόμα περιορισμός...

Εναλλάσσοντας όμως τις θέσεις της Συνείδησης, (τις στάσεις της), αναγνωρίζω πως ενώ είμαι σε όλες ταυτόχρονα, μόνο η παρατεταμένη εστίαση μου σε μια συγκεκριμένη θέση, θα μπορούσε να είναι ικανή να μου προσφέρει το ποιόν της και τις πληροφορίες της. Αυτό ακριβώς κάναμε όλοι μας και βρεθήκαμε εδώ ως «ξέχωροι» άνθρωποι ο ένας από τον άλλον, με την  ενσάρκωση μας (;) ως ανθρώπινα όντα… (Η Μία Συνείδηση, ταυτίστηκε σε ανθρώπινα «ξέχωρα» σώματα).


Όμως, ακριβώς αυτό, στάθηκε και η αιτία του εγκλωβισμού μας, πιστεύοντας πως είμαστε διαφορετικοί ως άνθρωποι, ξέχωροι ο ένας από τον άλλον και τη φύση. Γιατί το ίδιο το δομημένο σύστημα  του κόσμου μας, μας μαθαίνει από μωρά, να αναγνωρίζουμε και να κατανοούμε, μόνο την προσωπικότητα του ο καθένας, μια και μας προσφέρει μια (ψεύτικη) σιγουριά, ειδάλλως (χωρίς καμία βάση) νιώθουμε απέραντα μόνοι, και τόσο, μα τόσο ανασφαλής. (Η ασυνείδητη ανάγκη του υλικού ανθρώπου για ασφάλεια, λόγω του σάρκινου ρούχου που έχει ενδυθεί). Αυτό όμως είναι τελικά και η παγίδα μας ως άνθρωποι, και βέβαια ο λόγος που κολλήσαμε εδώ. Πιστέψαμε, πως μόνο αυτό είμαστε, απορρίπτοντας οτιδήποτε άλλο, γι’ αυτό και  μας είναι αδύνατο, (στους περισσότερους), να δούμε και να αναγνωρίσουμε οτιδήποτε πέραν του «εγωκεντρισμού» μας.

ΔΙΕΡΕΥΝΗΣΗ ΣΕ ΒΑΘΟΣ

Αναρωτιόμουν κάποια στιγμή για το Νου. Τι εκπληκτικό εργαλείο!

Με σημείο αναφοράς αυτή μου την αναρώτιση, βρίσκω την ευκαιρία να μοιραστώ μαζί σας τον τρόπο που διερευνώ ατομικά και σε βάθος, οτιδήποτε  μου κεντρίζει το ενδιαφέρον ως θέμα, που ουσιαστικά θεωρώ, και μου είναι τελικά παντελώς άγνωστο. Κι αυτό, γιατί όλα όσα αφορούν ότι γνώσεις κι αν κουβαλώ  (και όλοι μας) μέσα μου, αποτελούν εξωτερικές μονάχα διδαχές, και όχι πραγματική ζωντανή γνώση και βίωμα στο οποίο κατέληξα προσωπικά.

Έτσι, ακόμα κι από την εποχή που πήγαινα ακόμα σχολείο, θυμάμαι πως ήμουν καχύποπτη σε ότι κι αν μου «πάσαραν» ως αλήθεια ή γνώση, αν πρώτα δεν είχα το περιθώριο η ίδια να καταλήξω σε αυτό, ότι περιεχόμενο κι αν είχε που μου τσαμπουνούσαν. Αν δεν ήμουν σε θέση να το βρω μόνη, απλώς χαμογελούσα και το δεχόμουνα μεν, (προσωρινά), αλλά όχι με ιδιαίτερη πίστη και ενθουσιασμό…

Μεγαλώνοντας, και ζώντας τις κατάλληλες «τυχαίες» (;) συγκυρίες, διαπίστωσα τελικά χωρίς την παραμικρή πια αμφιβολία, πως κάθε φορά που διευκρίνιζα και έψαχνα κάτι κατά αυτόν τον τρόπο, ένιωθα μέσα μου όλο και  μεγαλύτερο άνοιγμα ελευθερίας, μία δύναμη που χρόνο με το χρόνο μεγάλωνε, και βαθιά πρωτόγνωρη αισιοδοξία γεμάτη απρόσμενες στιγμές χαράς, όλο ζωντάνια.

Για να επεξηγηθεί λοιπόν το πώς διεξάγεται αυτή η διαδικασία της διερεύνησης σε βάθος, με αντικείμενο όπως είπαμε το «Νου», αρχικά,  είναι απαραίτητο να κεντραριστώ με αυτό το αντικείμενο, ώστε να μπορέσω να περιγράψω για το τι γίνεται βαθιά μου. Χρειάζεται λοιπόν να καταγραφεί η διαδικασία αυτή του κεντραρίσματος, όπως και τι ακριβώς σημαίνει ο όρος κεντράρισμα:

Ας ξεκινήσω από το δεύτερο. Δηλαδή στο «τι» είναι κεντράρισμα. Είναι λοιπόν, η απόλυτη «ταύτιση» με αυτό το οποίο έχω σκοπό μαζί του να ασχοληθώ, ώστε να εμβαθύνω από μέσα του και να το κατανοήσω, πέρα από την στάνταρτ επιφανειακή και καθιερωμένη εξωτερική θεώρηση που έχουμε όλοι μας (ως άνθρωποι) γι’ αυτό, ώστε να μπορέσω να το «κάνω δικό μου» τόσο, που η ταύτιση του μαζί μου, να μου δώσει Ατομική Βιωμένη Γνώση για την Αλήθεια του, που βγαίνει αβίαστα, ακριβώς κατά την ώρα της διερεύνησης που κάνω, και περιέχει αποκαλύψεις, συνειδητοποιήσεις και ορισμούς, που δεν μπορεί κάποιος να εισπράξει αλλιώς, παρά μονάχα μέσω της δικής του ατομικής εξερεύνησης. Δεν πρόκειται για νοητική, ξερή πληροφορία αλλά για γνωστικό βίωμα. Που σημαίνει πως μετά από αυτό, πέραν των γνώσεων που εισπράττω, αλλάζω και η ίδια μέσα μου, βρισκόμενη πλέον σε κάποιο διαφορετικό συνειδησιακό σημείο, πέραν αυτού που ήμουν πριν την διεξαγωγή της αυτής διερεύνησης.

Κι ας πάω στο πρώτο τώρα, που αφορά το «πώς» κεντραρίζομαι με το αντικείμενο της έρευνας μου. Κατ’ αρχήν, φροντίζω να είμαι συγκεντρωμένη σε μένα, (μόνη), άσχετα αν γύρω μου υπάρχουν ή όχι άλλα άτομα. Συνήθως, για να μπορέσω να εργαστώ καλύτερα, βάζω κάποια απαλή μουσική, μια και  η χαλάρωση είναι απαραίτητη. Έτσι, όλη μου η προσοχή, δίδεται και επικεντρώνεται, σε αυτό που θέλω να μελετήσω. Κατόπιν, το φέρνω μέσα μου, και κοιτάζω, να «το αισθανθώ». Να γίνει κτήμα μου. Μέσα μου. Δικό μου. Κομμάτι μου. Ένα με μένα. Με λίγα λόγια να έρθω «σε μία σύνδεση μαζί του». Αυτή η σύνδεση, επιτυγχάνεται, όταν κατά κάποιον τρόπο, νιώθω, πως το έχει «αρπάξει» η «δαγκάνα» της προσοχής μου αποκλειστικά, κι εκείνη τη στιγμή, δεν υπάρχει τίποτε άλλο για μένα πουθενά. Δυστυχώς, επειδή πρόκειται για «αίσθηση», δεν περιγράφεται διαφορετικά… Κι έτσι ξεκινάω:

Το θέμα μου σήμερα όπως αναφέρθηκε ήδη, είναι ο Νους. Ο Νους, είναι το αντικείμενο λοιπόν της έρευνας μου. Και τι είναι Νους; Μια και πως θα ξεκινήσω, αν δεν διεξάγω κάποια ερωτήματα, ώστε από τη βάση στην οποία βρίσκομαι, με κάποιον τρόπο να προχωρήσω; Μόνο με ερωτήματα.

Ξεχνάω λοιπόν, οτιδήποτε έχω διαβάσει, μου έχουν πει, ή γνωρίζω ήδη για το Νου, (για το Νου επί της παρούσης, ενώ την ίδια διαδικασία διεξάγω με οτιδήποτε «καταπιαστώ»), που σημαίνει, πως τώρα, αυτή τη στιγμή κοιτώ να εξετάσω το Νου, χωρίς, (σε καμία περίπτωση να θεωρώ) ότι γνωρίζω το οτιδήποτε γι’ αυτόν.

Και ρωτάω λοιπόν. (Γιατί μέσω αποριών, και ερωτημάτων θα μπορέσω να ψάξω όπως κατέγραψα ήδη). Τι είναι ο Νους;

Κρατώντας την σύνδεση με το αντικείμενο της διερεύνησης μου τότε, αναδεύονται με «νιώσημο», κάποιες απαντήσεις. Δηλαδή πρώτα αισθάνομαι ότι αντιλαμβάνομαι σύλληψη απάντησης, και σε μηδέν χρόνο κατόπιν, «έρχεται» ως πληροφορία η κάθε απάντηση. Μία κάθε φορά. Όχι απορίες, όχι προβληματισμοί. Αν η απάντηση είναι πάνω από μία κάθε στιγμή, και νιώθω αμφιβολία, τότε δεν είναι γνωστικό βίωμα, αλλά εισβολή παραπλανητικής σκέψης. Δεν μιλάω γι’ αυτό. Στο γνωστικό βίωμα, υπάρχει μία απάντηση κάθε φορά. Ξεκάθαρη, και σταράτη, συνοδευόμενη από απόλυτη σιγουριά την οποία, σε καμία περίπτωση δεν προκαλώ η ίδια.  

Είναι λοιπόν ο Νους, (αυτή τη στιγμή που το συλλαμβάνω), ο φορέας, μέσω του οποίου, μπορώ να αντιλαμβάνομαι, το πώς έχουν τα πράγματα γύρω μου, κατ’ αρχήν.

Άρα τι μου παρέχει ο Νους; Πληροφορίες. Είναι λοιπόν σαν ένας μεταφραστής, που με ενημερώνει για τα πάντα.

Είπα μεταφραστής;
Μου μεταφράζει δηλαδή κάτι που υπάρχει, όπως υπάρχει;
Αν υπάρχει το οτιδήποτε, γιατί πρέπει να μου το μεταφράσει;
Και ποιος είναι ο Νους, ποιο είναι αυτό που θα μου μεταφράσει ο Νους, και σε ποιον θα το μεταφράσει; Δηλαδή ποιος είμαι εγώ;

Διαπιστώνω, πως παρουσιάζονται εδώ τρία στοιχεία. (Κι αυτό ως αποκάλυψη μέσω των ερωτήσεων που θέτω). Αυτό που υπάρχει είναι το πρώτο στοιχείο. Η μετάφραση του από το Νου, το δεύτερο, και εγώ, που εισπράττω τη μετάφραση, το τρίτο στοιχείο. Άρα, αυτό που Είμαι, δεν έχει καμία σχέση ούτε με τον Νου, ούτε με αυτό το οποίο θα μεταφράσει. Σημαίνει, πως είμαι έξω τελικά και από τα δύο. Έτσι δεν είναι; Είμαι καί έξω από το Νου, γι’ αυτό και βλέπω τι μου λέει, και έξω από την επεξήγηση.

Μμμμ…... Εδώ, κολλάνε και όλα όσα έχουν ειπωθεί κατά καιρούς, πως αυτό που είμαστε, βρίσκεται πέραν αυτού του κόσμου, όπως και πέρα από το Νου. Μια χαρά…

(Στη φάση αυτή χρησιμοποιώ, ή θυμάμαι όλα όσα μου έχουν πει, ή έχω διαβάσει με την έννοια, ότι βλέπω πως επιβεβαιώνω ατομικά, ότι έχω δει ότι ισχύει και αλλού. Σε άλλη φάση, ίσως, ακόμα και να απορρίψω κάποια πράγματα που μου είναι ήδη γνωστά από άλλους, με ακριβώς την ίδια διαδικασία. Στο παρόν όμως ζήτημα, βλέπω πως συμπίπτουμε). Καλή βάση βέβαια για να συνεχίσω, είναι το γεγονός της ανακάλυψης πως αυτό που Είμαι, είναι πέρα από το Νου.

Αυτό που Είμαι οπότε, (μου δείχνει η διερεύνηση μου πως) μπορεί και κοιτά καί το Νου, καί τα πάντα γύρω του.

Ποιος ο λόγος όμως ο Νους, να μεταφράζει;
Είναι δυνατόν, αυτό που Είμαι, να εισπράττει το πώς έχουν τα πάντα, χωρίς την μεσολάβηση του Νου; Μα αυτός είναι ο σκοπός… Ναι…

Άρα, το όλο πρόβλημα του ανθρώπου, είναι πως η ανεξέλεγκτη μεσολάβηση του Νου, αντί να τον φέρνει κοντά σε αυτό που Είναι, του γίνεται εμπόδιο, όταν «πιστεύει» τυφλά αυτά που ο Νους του μεταφέρει στη μετάφραση.

Μήπως ο Νους, δεν είναι για να του «μεταφράζει» αυτά που υπάρχουν γύρω, αλλά να μεταφράζει, αυτά που προέρχονται από αυτό που Είναι;
Δηλαδή: Ο άνθρωπος συνήθως, περιμένει από το Νου να του εξηγήσει τι γίνεται, κι αυτό που Είναι ο ίδιος, δεν είναι σε θέση να το συνειδητοποιήσει, ακριβώς γιατί ο ίδιος ο άνθρωπος, έχει αφήσει το Νου να του υπαγορεύει, οτιδήποτε συλλαμβάνει, κι αυτός να τα θεωρεί ισχύοντα και δεδομένα. Δεν ευθύνεται ο Νους όμως για την κάθε  «διαστρέβλωση» που προκύπτει, αλλά η άγνοια του ίδιου του ανθρώπου.

Αν όμως από την άλλη, λέω αν, με την προσοχή του ο άνθρωπος (όχι στο τι «θα του πει» ο Νους παίρνοντας το σαν δεδομένο, αλλά) στην μετάφραση πάλι του Νου ως μεσολαβητή, ακολουθώντας  όμως ωθήσεις αμφισβητήσεων των πάντων, αρχίζει να εισπράττει με έναν άλλον τρόπο τα πράγματα, είναι αυτό δυνατόν; Ναι. Είναι. Αυτό σημαίνει, πως και αυτά που έρχονται, βρίσκονται πιο πέρα από τον Νου του, εκτός από τον ίδιο…

Ο Νους, που είναι διαμορφωμένος από το περιβάλλον και την κοινωνία, έχει πάρει την εξουσία, (εξουσιοδοτούμενος από εμάς τους ίδιους), να τον θεωρούμε σωστό, σε ότι κι αν μας πει.

Αν όμως τελικά η ορθή διαδικασία του Νου, δεν είναι να μας λέει τι να κάνουμε από τα ήδη γνωστά δεδομένα μέσω θύμησης, αλλά υπάρχει ακριβώς για να «ψάχνουμε» την ουσία των πραγμάτων ώστε να μας μεταφράζει από ακόμα υψηλότερα επίπεδα το τι συμβαίνει, αυτό δεν σημαίνει πως όλη η διαδικασία μεταστρέφεται πράγματι κάπου αλλού; Παύουμε δηλαδή να ανακυκλώνουμε δεδομένα, και να κοιτάμε μόνο εξωτερικά στο να επιδιώκουμε πράγματα, και στρεφόμαστε στο να εξετάζουμε τις λειτουργίες μας όταν αυτές παρουσιάζονται αναρωτόμενοι, όπως, και πιο είναι το βάθος τελικά των καταστάσεων.

Τότε, διαπιστώνεται, πως ενώ ερεθίζεται ο Νους με (αρχικά) λογικές ερωτήσεις στη συνέχεια, «οι απαντήσεις» που εισπράττονται, δεν προέρχονται από συσσώρευση γνώσεων, και από οτιδήποτε γνωστό. Διαπιστώνεται, πως «φυτρώνουν» στην κυριολεξία οι διαπιστώσεις, από……..το πουθενά. Ή καλύτερα, «γεννιούνται», ακριβώς εκείνη τη στιγμή.

Που ήταν πριν από την προσέγγισή μας αυτές οι απαντήσεις; Μα γίνονται γνωστά, άγνωστα δεδομένα. Αυτό σημαίνει πως έρχονται από το πουθενά; Αισθάνομαι, πως έρχονται από κάπου πολύ βαθιά μου. Δεν είναι κάτι που «θυμάμαι». Είναι κάτι φρέσκο. Ζωντανό. Είναι από μια πηγή, που μόνο στο παρόν λειτουργεί. Που δεν έχει παρελθόν, γι’ αυτό και δεν μπορεί να έχει μνήμη. Κι επειδή ακριβώς είναι ολοζώντανη, γι’ αυτό ρέει, ακριβώς όταν «ερεθιστεί» να ρέει. Γιατί αυτό κάνει. Ρέει, ζωή…

Ο Νους λοιπόν, είναι εργαλείο, όταν κανείς μπορεί να τον χρησιμοποιήσει ως τέτοιο. Ειδάλλως, πέφτει στην παγίδα ο ίδιος να γίνεται εργαλείο του Νου, και να εκτελεί σε πράξη, τις συσσωρεύσεις που έχουν προηγηθεί μέσα του, και κρατιούνται, (συνειδητά ή ασυνείδητα) στη μνήμη.

Στην περίπτωση λοιπόν που ο Νους χρησιμοποιείται ως εργαλείο, κάτι άλλο μέσα μου, παίρνει τα ηνία. Εγώ, εκτελώ απλά τις τάσεις αυτού του άλλου, όταν αμφισβητώ τα πάντα, όταν δεν μπορώ να χωρέσω πουθενά, όταν δεν αρέσκομαι στην κάθε ασφάλεια και βόλεψη που τα εξωτερικά δεδομένα μου παρέχουν. Μια και η ώθηση αυτού, είναι που έχει διαπιστωθεί μέσα μου, πως τίποτα αυτού του κόσμου δεν είναι σε θέση να μου παρέχει την οποιαδήποτε ασφάλεια. Να ξεγελαστώ για υποτιθέμενη ασφάλεια (κουκούλωμα) στο συναίσθημα μου ναι, στο σώμα μου (παροδική ασφάλεια) ναι. Σε αυτό που αισθάνομαι ότι Είμαι όμως στην Πραγματικότητα, καμία ασφάλεια δεν υπάρχει αυτού του κόσμου. Μα, δεν υπάρχει πουθενά ασφάλεια εδώ. Όλα, ένας άσκοπος αγώνας σε κυνήγι σκιών…. Ασφάλεια, υπάρχει μόνο ως Αυτό που Είμαι, όταν Είμαι Ένα μαζί του. Όπου, και όπως κι αν είμαι.

Αυτό που Είμαι εν κατακλείδι, «χρησιμοποιεί» το Νου, που σημαίνει πως τον βλέπει τον Νου. Βλέπει τις κινήσεις του. Το περιεχόμενο του. Βλέπει τα τερτίπια του. Τα σενάρια του. Τα δεδομένα του.

Γιατί ο Νους τελικά πότε μπορεί να λειτουργήσει; Όταν του δώσω δεδομένα. Κανόνες. Αν δεν του δώσω κανένα δεδομένο για τίποτα, δεν είναι σε θέση να λειτουργήσει. Μένει απλώς στην αδράνεια. Κάτι βαθύτερο πρέπει να ενεργοποιηθεί, ώστε να ρέει μέσα του ζωή.

Κι αυτό, γιατί ο Νους είναι σαν έναν υπολογιστή. Θα του δώσω τον τρόπο να δουλέψει, και το μόνο που θα κάνει, είναι να ακολουθήσει κατά γράμμα αυτές τις εντολές. Δεν θα ξεφύγει, ούτε ίντζα. Αυτό δηλώνει πράγματι, πως ο κάθε άνθρωπος, ο ίδιος, έχει βάλει μόνος του τα όρια της κάθε φυλακής του.

Δεν ευθύνεται λοιπόν ο Νους. Με ότι τον προγραμματίσει κανείς, με αυτό και θα εργαστεί. Και άψογα κι όλας. Μέσα όμως, στα όρια που θα του παράσχει. Το λεγόμενο πρόγραμμα που θα  πρέπει να «φορτώνει», κάθε φορά που θα τίθεται σε λειτουργία.  Μη δίνοντας του όμως κανένα δεδομένο, τότε, θα «αναγκαστεί» απλά, να σπάσει όλα του τα όρια, και να αλλάξει την συνήθης λειτουργία του. Και τότε, θα μεταφέρει απλά ότι συλλαμβάνει. Δίχως όμως την οποιαδήποτε παραποίηση. Δίχως εμπόδια λοιπόν. Καθαρά.

Άρα, ο Νους τότε τι; Παύει να υπάρχει; Δεν παύει να υπάρχει, στερείται όμως δικού του εγκλωβιστικού περιεχομένου. Τότε όμως είναι που γίνεται καθρέφτης, αυτών που πραγματικά υπάρχουν. Καμία παραποίηση. Καμία διαστρέβλωση. Όπως, και τίποτα να αγγίζεται σε προσωπικό επίπεδο.

Ποιο προσωπικό επίπεδο; Όταν, ούτε καν για τον ίδιο μου τον εαυτό δεν του έχω δώσει δεδομένα, τι να υπερασπιστεί; Κι από τι να με προστατεύσει, όταν αισθάνομαι πως δεν απειλούμαι;

Οι ωθήσεις οπότε του Εαυτού μου, όταν στραφεί η προσοχή του Νου σε αυτές, γίνονται γνωστές, ή προσεγγίζονται, ώστε να κατορθώσω να καταλάβω τι; Που, και πώς να κατευθυνθώ. Χωρίς όρους, χωρίς όρια, χωρίς σχέδια και προγραμματισμούς.

Συλλαμβάνω λοιπόν κάτι από τον εξωτερικό κόσμο. Δεν το γνωρίζω. Το κοιτάω. Το εξετάζω. Δεν του δίνω (με τις παραινέσεις του Νου), κανένα απολύτως χαρακτηριστικό. Συλλαμβάνεται μπρος μου ακριβώς όπως είναι. Καθαρά. Δεν δημιουργώ δεσμό, άρα και εξάρτηση μαζί του. Έχω ανοίξει τότε τι; Μία δίοδο. Μια δίοδο, να εισπράξω από μέσα μου, (όχι χρησιμοποιώντας αυτόν τον κόσμο που υποτίθεται ότι γνωρίζω), το τι είναι αυτό που βλέπω. Και οι πληροφορίες, (αν το θελήσω), έρχονται ατόφιες.

Αν αισθανθώ κάποια δυσαρμονία, ξεκινώ με απορίες και ερωτήσεις να διερευνήσω την αιτία της κάθε δυσαρέσκειας μου, άρα δυσαρμονίας μου. Και τι βρίσκω; Πάντα βρίσκω μια δική μου διαστρέβλωση (με την οποία έχω παρασυρθεί από κάποια «κρυφή» εγγραφή που έχει υπάρξει στον υποσυνείδητο Νου). Εξετάζοντας, εντοπίζεται η διαστρέβλωση, και επανέρχομαι στην ισορροπία. Γιατί, η φύση μου, είναι η ισορροπία.

Διότι πως αλλιώς θα μπορούσα ποτέ να εξετάσω βαθύτερα αυτό που Είμαι, αν πρώτα, δεν καθαρίσω εντελώς τη δυσαρμονία, από όλες τις λάθος μέχρι τώρα μεσολαβήσεις του Νου, που με κρατούν δέσμιο; Κι αυτό, γιατί ως μεσολαβητής υπάρχει ο Νους σε αυτόν τον κόσμο. Στον κόσμο όμως που το Είναι μου, βρίσκεται ως Εαυτός, στον Εαυτό, δεν έχει να κάνει σε τίποτα με το Νου. Το νιώθω. Το βιώνω... Είναι πέρα… Για να πάω λοιπόν πέρα, χρειάζεται σαφώς να ξεκαθαρίσω, όλες τις «εκκρεμότητες» εδώ. Και εκκρεμότητες, είναι όλα όσα αφορούν τη λειτουργία του Νου μου. Να που και πάλι βρίσκω δίκιο, και αυτή τη φορά σε όλα όσα μου λέχθηκαν, όσων αφορούν, «την απαραιτότητα  της Υπέρβασης του Νου». Της υπέρβασης, όλων ανεξαιρέτως των προγραμματισμών. Όλων. Αυτό είναι…



ΤΟ ΣΤΟΧΑΣΤΙΚΟ ΓΝΩΣΤΙΚΟ ΒΙΩΜΑ

Για να ταυτοποιήσουμε οτιδήποτε είτε ως ψεύδος, είτε ως αλήθεια, είναι απαιτητό πρώτα να γίνει βίωμα μας. Αν δεν γίνει βίωμα μας και απλά το αποδεχτούμε γιατί το είπε «κάποιος» (υποτίθεται γνώστης), ή γιατί «ακούγεται ως καλό» επειδή ηχεί ευχάριστα από τη μια, ή το απορρίψουμε από την άλλη επειδή (ενώ δεν το παραδεχόμαστε μέσα μας τελικά,) δεν «μας άγγιξε πουθενά», είναι ακριβώς επειδή απλώς ενώ συλλαμβάνουμε και το ένα και το άλλο, δεν τα έχουμε «κατανοήσει», και γι’ αυτό γρήγορα γρήγορα απλά κατατάσσουμε το δε πρώτο στο «κουτάκι» του μυαλού μας με τα «αποδεκτά», ενώ το άλλο στο κουτάκι με τα «κατακριτέα». Η συνήθεια βλέπετε να κατατάσσουμε τα πάντα σε «κουτάκια»…

Όπως και να’ χει η ουσία είναι πως ότι δεν «φτάνουμε», (δεν κατανοούμε) για μας αυτόματα τελικά δεν υπάρχει, (περνώντας εντελώς επιφανειακά μέσω της συνείδησης μας), ενώ θα μπορούσαμε να το χρησιμοποιήσουμε ως «τροφή» «ζοριζόμενοι» για στοχασμό. Και λέμε ζοριζόμενοι, γιατί έχουμε μάθει να απορροφάμε πολύ εύκολα ότι μας σερβίρουν με «ωραίο περιτύλιγμα» χωρίς το παραμικρό ψάξιμο, όπως επίσης και να απορρίπτουμε με την ίδια ευκολία κάθε «πνευματική τροφή», ακριβώς επειδή δεν έχουμε μάθει να εμβαθύνουμε. Διότι μόνο εμβαθύνοντας, (στοχαζόμενοι) ότι κι αν συλλαμβάνουμε, έχουμε τη δυνατότητα να αναπτύξουμε την ικανότητα ουσιαστικής (και όχι μόνο επιφανειακής) σύλληψης - απορρόφησης του, και άρα εκ’ των υστέρων και επεξεργασίας του, δίχως όμως την οποιαδήποτε παρέμβαση, αλλοίωση του συλληφθέντος αντιληπτού.

Επειδή «φεύγουμε» από την συνήθεια του να έχουμε καταστήσει τους εαυτούς μας μαλθακά όντα, γι’ αυτό ακριβώς και αναφέρθηκε πως (αρχικά), σαφώς και αποτελεί  ζόρι για εμάς. Αυτό το ζόρι είναι όμως τελικά που «ενεργοποιεί» σημεία μέσα στον εγκέφαλο μας, τα οποία μεταμορφώνονται από ανενεργά και κοιμούμενα, σε κύτταρα ολοζώντανα και σε πλήρη εγρήγορση. Ακριβώς επειδή τίθενται σε λειτουργία και «προπονούνται», όπως κατά τον ίδιο τρόπο γυμνάζουμε κάποιους μυς στο σώμα μας με τη σωματική άσκηση.

Έτσι μόνο μπορούμε οτιδήποτε συλλαμβάνουμε να (φαίνεται αρχικά,  γιατί αργότερα κι αυτό αλλάζει πως) το «φέρνουμε» κοντά μας, ώστε να νιώθουμε  «ένα μαζί του», καταργώντας τον (αρχικό απατηλό) ξεχωρισμό – διαχωρισμό του από εμάς.

Οπότε, ενασχολούμενοι με το βαθύ στοχασμό, κι όχι απλά σκεπτόμενοι το αντικείμενο αυτό καθαυτό που συλλήφθηκε, αλλάζουμε, επεκτεινόμαστε, ελευθερωνόμαστε. Γιατί όταν σκεφτόμαστε γι’ αυτό που συλλαμβάνουμε, οι σκέψεις μας γίνονται το σημείο αναφοράς όλης μας της περαιτέρω λειτουργίας. Έτσι, χάνεται η αρχική αγνή σύλληψη γιατί υπέπεσε στο επίπεδο της διανοητικής επεξεργασίας, μια και  βασιζόμαστε στις «ιδέες»  που μας προκύπτουν, οι οποίες παντρεμένες πλέον με τις πεποιθήσεις και τα κολλήματα μας, (τα όρια – δεσμά, που έχουμε θέσει οι ίδιοι από την εμπειρία του παρελθόντος μας), καταλήγουμε να αναπαράγουμε συνεχώς (υποσυνείδητα ) ήδη γνωστά αμετακίνητα για εμάς δεδομένα, πράγμα που μας καθιστά κολλημένους, κλειστούς, φυλακισμένους… Δεν ρέει η συνείδηση μας ανεμπόδιστη, κι ακριβώς αυτό είναι η αιτία της δυστυχίας μας.

Στο στοχασμό μας αντίθετα, αφήνουμε ελεύθερη τη διαδικασία της αντιληπτικής απορρόφησης να υφίσταται από μόνη της, μη εμποδίζοντας την. Γιατί ακριβώς όταν παίρνουμε την οποιαδήποτε θέση, ή καταλήγουμε σε συμπεράσματα δεν κάνουμε τίποτε άλλο από το να διακόπτουμε ή να εμποδίζουμε την ελεύθερη διαδικασία της βαθιάς κατανόησης, μέσω της «ελεύθερης» απορρόφησης. Ο ίδιος ο στοχασμός, «το ανεμπόδιστο κοίταγμα» βαθαίνει, και οδηγεί στο βίωμα, οπότε και στην κατανόηση.

Το «που» βρισκόμαστε λοιπόν συνειδησιακά, έχει να κάνει με το «βάθος» των βιωμάτων μας, όπως και με την βαθύτερη προσέγγιση οποιουδήποτε αντικειμένου συλλαμβάνει η αντίληψη μας, με μοναδικό μας σκοπό, ακριβώς τη βίωση του. Γιατί το βίωμα, δεν αφορά ούτε αντίδραση, ούτε γνώμη-άποψη, ούτε άμυνα-επίθεση, και φυσικά ούτε επεξηγήσεις-αναλύσεις. Ξεκάθαρη, άμεση κατανόηση μέσω της Ένωσης!


ΚΙΝΗΣΗ ΑΠΟ ΑΝΩ (ΜΕΣΑ), ΠΡΟΣ ΤΑ ΚΑΤΩ (ΕΞΩ)

Πρώτα προκύπτει το βίωμα, και μετά η οποιαδήποτε αντιληπτική, σκεπτική, (και κατόπιν λεκτική, ή ακόμα και συγγραφική) προσπάθεια οιανδήποτε προσέγγισης, (κατεβάζοντας κατά αυτόν τον τρόπο σαφώς ότι βιώθηκε, και φυσικά περιορίζοντας το με αυτή την προσπάθεια), κι αυτό, μόνο για να αγγιχθεί με την περιγραφή ώστε να γίνει διαθέσιμο για  υποψιασμό, ως φάρος προστασίας, ή απλώς για να δειχθεί  ο δρόμος για ίδιο, ή (γιατί όχι), ακόμα και για βαθύτερο βίωμα.

Και όχι για να «καταλάβουμε» απλώς κάτι. Αν απλώς το καταλάβουμε, τότε ήδη το έχουμε επεξεργαστεί διανοητικά, οπότε έχουμε βγάλει και τα ανάλογα συμπεράσματα, αλλά όχι τελικά επειδή έγινε «κτήμα μας», (και αφορά εμάς για εμάς), αλλά επειδή το προσαρμόσαμε στους ήδη υπάρχοντες περιορισμούς μας, με οδηγό τις γνώσεις που διαθέτουμε. (Άρα, το προσαρμόσαμε στον ήδη γνωστό κόσμο μας, οπότε δεν μας εξυπηρετεί στο ελάχιστο στο να επεκτείνουμε την υπάρχουσα αντιληπτική μας συνειδησιακή θέση). Έχουμε ήδη καταλήξει οπότε σε μία συγκεκριμένη, (αν και πολλές φορές όχι και τόσο ξεκάθαρη) άποψη γι’ αυτό που συλλαμβάνουμε.

Και που «βρομάει» το πράγμα σε όλο αυτό; Στο γεγονός, πως έχουμε εμείς οι ίδιοι «φτιάξει» ένα σενάριο τελικά για το τι λαμβάνει η αντίληψη μας, (που σημαίνει πως δεν την αφήνουμε ελεύθερη), και αυτό είναι που αποκλείει εντελώς το να αφορά κάτι αληθινό γιατί το αληθινό, δεν αποτελείται ούτε από «απόψεις», ούτε από «σενάρια». Το αληθινό, ή είναι έτσι, ή δεν είναι. Δεν προτάσσει δεδομένα μέσα από τα οποία κάνουμε διαλογή για το πιο θεωρούμε καλύτερο, ή μας βολεύει περισσότερο ώστε να το υιοθετούμε. Απλά, βιώνεται.

Μια και το βίωμα το ίδιο έχει όλες τις πληροφορίες ως αυταπόδεικτη γνώση  κι αυτό, πάντα υπό μορφή αποκαλύψεων (πολλές φορές τόσο τρανταχτών που μας συνταράσσουν). Έτσι, φτάνουμε ν’ απορούμε και οι ίδιοι πως και τόσον καιρό δεν μπορούσαμε να δούμε όπως τώρα, ενώ πάντα βρίσκονταν (και βρίσκονται) τα πάντα μπροστά μας.


ΑΠΟΔΟΧΗ

Αποδοχή, δεν σημαίνει δεχόμαστε κάτι που μας πονά, μας καταπιέζει, μας ταπεινώνει, μας βασανίζει με οποιονδήποτε τρόπο.

Αποδοχή, σημαίνει ότι διαπιστώνουμε πως για να φτάσουμε να νιώθουμε πόνο εξωτερικά από το οτιδήποτε, (και οποιονδήποτε), ταπείνωση, βασανισμό κλπ, μέσα μας, σε κάποιο βαθμό, πρωταρχικά προκαλούμε τον πόνο, την καταπίεση, την ταπείνωση και τον βασανισμό σε εμάς τους ίδιους,  στον εαυτό μας, όπως και στο περιβάλλον γύρω μας, και εξαιτίας αυτής μας της στάσης, γνωρίζουμε πως αυτό που ζούμε είναι δικό μας δημιούργημα, και γι’ αυτό το ψάχνουμε μέσα μας, μη ρίπτοντας ευθύνες σε κανέναν.

Αυτή είναι η αποδοχή, ως ανάληψη της ευθύνης που μας αναλογεί, για όλα τα τέρατα του κόσμου μας, και του περίγυρου μας ξεκινώντας από το ατομικό, και διευρύνοντας μέχρι να καλύψουμε, όλη την ανθρωπότητα, που είμαστε κομμάτι της.

Όμως, για να φτάσουμε σε αυτήν την αποδοχή, που σηματοδοτεί και την αρχή της γιατρειάς των πληγών μας, χρειάζεται να ξεκινήσουμε από την κατανόηση.

Να κατανοήσουμε λοιπόν, δηλαδή να δούμε, να αντιληφθούμε, και να διαπιστώσουμε, πως οτιδήποτε κατηγορούμε πως μας συμβαίνει από έξω, είναι επειδή το έχουμε ο ίδιοι, και το προκαλούμε στον εαυτό μας ήδη. Αν δεν το είχαμε ήδη μέσα μας, δεν θα μπορούσαμε να το αναγνωρίσουμε από έξω, ακόμα κι αν προσπαθούσαν να μας πονέσουν, να μας καταπιέσουν, να μας ταπεινώσουν, να μας βασανίσουν. Δεν θα είχαμε δηλαδή μέσα μας το ίχνος ταύτισης, για να «δέσει» αυτό που πάνε να μας προκαλέσουν, με κάτι σε εμάς,  ώστε να είναι εφικτό το να το νιώσουμε.

Κατανοούμε λοιπόν, πως η αιτία της ευτυχίας ή της δυστυχίας μας, είμαστε εμείς οι ίδιοι όπως, και ότι τα πάντα στη ζωή μας, ξεκινούν πρώτιστα από εμάς. Δεν έχει καμία σημασία το τι κάνει ο οποιοσδήποτε έξω από εμάς, αν δεν δημιουργηθεί κάποια «δέσμη» (κοινό σημείο) ανάμεσα σε αυτόν, και σε κάτι μέσα μας.

Κατανοούμε έτσι την πραγματικότητα αυτού που μας συμβαίνει, δηλαδή την πηγή που το προκαλεί, και δεν μένουμε μονάχα στο αποτέλεσμα (στο εξωτερικό συμβάν που απλά μας το εμφανίζει για να το δούμε). Εδώ είναι που άπαξ και δούμε το τι κάνουμε, και τον τρόπο που προκαλούμε κάτι, ήδη αυτό έχει αρχίσει να αλλάζει εξωτερικά, γιατί αφού παύει το μπλοκάρισμα του μέσα μας, δεν θα μπορέσει να εμφανιστεί ξανά με τον ίδιο τρόπο έξω, εφόσον  η τροφοδοσία που του παρείχαμε έχει (έστω και αμυδρά) αλλάξει.

Δεν συναντάμε τίποτα έξω στον κόσμο, αν δεν υπάρχει λοιπόν μέσα μας. Υπό αυτό το πρίσμα οτιδήποτε συναντάμε μπρος μας, το έχουμε εμείς, οπότε ότι γενικότερα υπάρχει στη ζωή μας, αντικατοπτρίζει την τωρινή μας ψυχολογική εσωτερική κατάσταση και άρα, τη θέση που η συνείδηση μας αυτή τη στιγμή κατέχει.

Άρα αναγνωρίζοντας τις διαστρεβλώσεις, τις καταχωρήσεις, τις ελλείψεις που θαρρούμε πως έχουμε, την γνώμη που έχουμε ως προς το άτομο μας, σκιαγραφείται καθαρά, τι δεν θέλουμε να δούμε για μας, όπως, και ποιες είναι οι ψευδαισθήσεις – αυταπάτες που συντηρούμε.

Κατανοούμε λοιπόν, σημαίνει αναγνωρίζουμε. Τι; Εμάς τους ίδιους. Τις βαθιές μας προσδοκίες, τα εγωιστικά μας θέλω, τα καταπιεσμένα μας αλαζονικά πρέπει, τον έλεγχο, που απεγνωσμένα προσπαθούμε να κρατάμε απέναντι στους ανθρώπους, τις καταστάσεις, και τα πάντα γύρω μας. Τις κτήσεις που μας παρέχουν (νομίζουμε) την ασφάλεια που μας λείπει. Το πόσο χαμηλή αυτοεκτίμηση και αυτοπεποίθηση έχουμε, που αφορά την αιτία που μας ωθεί στο να ψάχνουμε σε υποκατάστατα (αντί να βιώνουμε τι Είμαστε ήδη), μέσω καριέρας, χρημάτων, θετικών πράξεων για να νιώθουμε αγαπητοί και αποδεκτοί…

Και θα μου πείτε μετά τι; (Όπως πράγματι το έχουμε ακούσει…)

Η κατανόηση η ίδια, το «αληθινό» κοίταγμα δηλαδή χωρίς υπεκφυγές και ψέματα για το πώς λειτουργούμε, και για το πως βλέπουμε τα πάντα γύρω μας κατ’ αρχήν, μας κάνει να μην κρυβόμαστε. Να μην πλάθουμε αυταπάτες. Ούτε για το ποιοι είμαστε, ούτε για το πώς έχουν τα πράγματα. (Στον κόσμο που ζούμε).

Η κατανόηση, μας κάνει να βλέπουμε καθαρά. Το ίδιο αυτό το καθαρό κοίταγμα από μόνο του, μας κάνει να αισθανόμαστε τελείως διαφορετικά σε σχέση με τα πάντα. (Ναι πονάω, να νιώθω μικρός, ναι αισθάνομαι λίγος, ναι δεν τα βγάζω πέρα στα πάντα, να είμαι άσχημος, ναι έχω ανάγκη από αγάπη, ναι κρέμομαι από τα πάντα γιατί δεν μου αρέσω καθόλου και θέλω να πάρω έτσι αξία κλπ).

Με την κατανόηση αυτού που μας συμβαίνει, παύουμε πρώτα απ’ όλα να κρίνουμε αυτό που βλέπουμε ως θετικό ή αρνητικό, ή ότι μας αρέσει, ή δεν μας αρέσει. (Κι αφού παύουμε να κρίνουμε εμάς, παύει και η κρίση – κατάκριση και προς τους άλλους). Αυτό, σημαίνει ελευθερία. Ελευθερία, να είμαστε, ακριβώς αυτό που μας βγαίνει να είμαστε, χωρίς την ανάγκη που μέχρι τώρα είχαμε, να απολογούμαστε για τα πάντα, για να μην παρεξηγηθούμε (απέναντι στον εαυτό μας πρώτιστα κρίνοντας τον συνεχώς).

Καταλύονται τα «βάθρα» για το ποιοι θα έπρεπε να είμαστε (που δεν είμαστε, και αγωνιζόμαστε μια ζωή να φτάσουμε) ώστε να γινόμαστε αποδεκτοί για να μας αγαπούν, και για να μας θαυμάζουν.

Όταν υπάρχει η ελευθερία της κατανόησης, το πρώτο πράγμα που αμέσως μετά γεννάται μέσα μας, είναι η αποδοχή. Εδώ είναι η αποδοχή! Αφού πρώτα δούμε (τα κατά τα άλλα κρινόμενα άσχημα, τρωτά μας σημεία).

Αποδεχόμαστε οπότε τι; Το πώς έχουν τα πράγματα. Το ποια είναι η αλήθεια μας. Όχι η ωραιοποιημένη αλήθεια μας. Αναγνωρίζουμε, μη κρινόμενα τα πράγματα, πως είναι απλά αυτά που είναι. Πως είμαστε αυτοί που είμαστε.

Και βλέπουμε, πως μας βασανίζει τελικά πολύ περισσότερο το να πρέπει να είμαστε κάτι ή κάποιος που δεν είμαστε, από το να αποδεχτούμε αυτό που είμαστε. (Κι ας μην μας αρέσει). Γιατί κάτι άλλο, ποτέ δεν μπορούμε να γίνουμε, μια και από γεννησιμιού μας, αυτό που μέχρι τώρα δε δεχόμασταν, είναι που ήρθαμε να εκφράσουμε. Μα και τα καλά του στοιχεία (κι όχι μόνο τα άσχημα που απορρίπτουμε), δεν αφήσαμε ποτέ να βγουν στην επιφάνεια ώστε να τα αναγνωρίσουμε και να τα ζήσουμε, επειδή ακριβώς  κυνηγούσαμε μόνιμα χίμαιρες.

Αν παλεύουμε λοιπόν να είμαστε μια ολόκληρη ζωή κάτι άλλο, ποτέ δεν θα είμαστε (και γι’ αυτό δεν είμαστε) ελεύθεροι στη ζωή μας. Γιατί κυνηγάμε, κάτι που δεν ήρθαμε να εκφράσουμε άρα, δεν θα εκφράσουμε ποτέ αυτό που κυνηγάμε, όσο κι αν αγωνιστούμε, βασανιστούμε, καταπιεστούμε οραματιζόμενοι να το καταφέρουμε. Θα πεθάνουμε αγωνιζόμενοι…

Όμως αποδεχόμενοι αυτό που (τι να κάνουμε, ακόμα και να μην αρέσει σε κανέναν αυτό είναι και), είμαστε, κάτι άλλο, ανακαλύπτεται εντός μας. Αυτό το κάτι άλλο, είναι βαθύτερα, όμως δεν μπορούσαμε μέχρι τώρα να το δούμε, ακριβώς γιατί αγωνιζόμασταν σε «ξένους» για μας δρόμους άλλων...

Τώρα, ανακαλύπτοντας αυτό που «κρυβόταν» από τις διαστρεβλώσεις μας, νιώθουμε, πως απλά, μπορεί να εκφράζεται, μέσα από την αλήθεια μας προς τα έξω, μη προσπαθώντας να αποδείξουμε το οτιδήποτε. Και εκφράζεται, ακριβώς με τα χαρακτηριστικά που «φαίνονται» ως ο χαρακτήρας μας, χωρίς όμως τελικά, να είναι πια ένας χαρακτήρας για εμάς...

Έχουμε δηλαδή πάει μία θέση, πίσω από τον χαρακτήρα της αλήθειας (και ελευθερίας) μας και βλέπουμε, πως απλά από μέσα του, διοχετεύεται αυτό το βαθύτερο γιατί το ίδιο, δεν υπάρχει άλλος τρόπος να κάνει εμφάνιση εδώ στην ύλη ώστε να εκφραστεί.


ΕΜΜΟΝΗ. ΕΥΧΗ Ή ΚΑΤΑΡΑ;

Με τον όρο «εμμονή», εννοούμε την βαθιά προσκόλληση του ανθρώπου σε κάτι, το οποίο κατακλύζει τον εαυτό του, και θέτει σε στάση την προσοχή του μόνιμα και αποκλειστικά, μόνο, στο αντικείμενο της εμμονής του.

Και λέγεται, πως είναι αρρωστημένο το γεγονός του να έχουμε εμμονές. Οι άνθρωποι όμως, μόνιμα κατακλύζονται από αυτές, και αν έχουν χαρακτηριστεί οι εμμονές ως κάτι «προβληματικό» από τους υπόλοιπους «σοβαρούς» ανθρώπους, (που θεωρούν πως αυτοί είναι εν-ταξη), είναι γιατί ο χαρακτηρισμός αυτός, βασίζεται μόνο σε αυτά που θεωρούνται εμμονές, από το γενικό σύνολο ως «κακές» όπως ο τζόγος, το ποτό κλπ.

Έλα όμως που η εμμονή, είναι καθημερινό φαινόμενο για όλους. Το έχουμε δει; Όχι βέβαια. Είναι χαρακτηριστικό του ανθρώπινου νου να κατατάσσει όπως τον βολεύουν τα πράγματα…

Εμμονή λοιπόν δεν είναι όταν κάποιος φαγώνεται να ανέβει στην εξουσία, να συσσωρεύσει χρήματα (για ασφάλεια), να (καλο)παντρευτεί κλπ; Σαφώς και είναι εμμονές όλα αυτά. Ειδάλλως ο άνθρωπος δεν θα έθετε στόχους, και δεν θα πραγματοποιούσε αυτό που θέλει, αν δεν γινόταν γι’ αυτόν αποκλειστικό τους σκοπός. (Τις περισσότερες φορές σκοπός ζωής).

Όλοι λοιπόν οι άνθρωποι είναι εμμονικοί. Όλοι. Διότι η δύναμη της εμμονής, είναι η δύναμη που πραγματοποιεί στόχους. Αρχικά οπότε οι άνθρωποι, (όσο ακόμα βρίσκονται σε πλήρη σκοτάδι με ότι αφορά την πραγματική τους ταυτότητα και καταγωγή), εμμονίζουν, ως προς τα ενδιαφέροντα της ζωής τους.

Αλλάζοντας πλευρό από το λήθαργο της άγνοιας όμως, τη συνήθεια αυτή της εμμονής στην καθημερινότητα τους, την αντικαθιστούν, με εμμονικές αναζητήσεις της Γνώσης (για να εξελιχθούν), μελέτες κειμένων μυστικισμού, αποκρυφισμού,  τεχνικές, με ότι έχει να κάνει με σχολές εσωτερισμού κλπ.

Για να καταλάβουν εν τέλη (κάποτε, όταν κουραστούν να αναζητούν μάταια με το μυαλό τους), πως η μόνη εμμονή που μπορεί να ωφελήσει και αφορά την Πραγματική, ουσιαστική πλέον Εξέλιξη τους, είναι αυτή της αναζήτησης μόνο ως προς την κατευθυνόμενη προσοχή τους Εσωτερικά, γιατί η Βίωση αυτού που Είμαστε, είναι η μόνη Αληθινή Απάντηση, και το τέλος όλων των αναζητήσεων.

Αυτό που πρέπει λοιπόν να γίνει, είναι να παραδεχτούμε κατά πρώτον την εμμονική μας ιδιοσυγκρασία, και να την κατευθύνουμε, όπου μπορεί πραγματικά να μας ωφελήσει και να μας απελευθερώσει... (Ή, όπου αλλού επιλέξουμε, αλλά να «γνωρίζουμε» τι κάνουμε και γιατί…) Διότι υπάρχουν οπότε εμμονές που μας ρίχνουν όλο και πιο βαθιά στην ύλη, εμμονές που μας κολλούν μόνιμα στη νόηση και εξακολουθούν να μας βασανίζουν, και η εμμονή για Συνάντηση και Ένωση με αυτό που Πραγματικά Υπάρχει. Ο καθένας μας, ας επιλέγει συνειδητά την εμμονή του λοιπόν, χωρίς να κρύβεται από τον ίδιο του τον Εαυτό…

Γιατί κάθε εμμονή φέρνει το ανάλογο αποτέλεσμα της χροιάς που εκπροσωπεί. Στην ύλη πραγματοποιούμε, κυνηγάμε, παιδευόμαστε, πατάμε επί πτωμάτων, πληγωνόμαστε, βασανιζόμαστε, γνωρίζουμε (υποτιθέμενες νίκες και ήττες), στην μελέτη που έχει να κάνει με τη νόηση μαθαίνουμε (συσσωρεύουμε) γνώση νομίζοντας πως κάπου πάμε, και στην εμμονή ως προς την Απελευθέρωση μας από εδώ, έρχεται κάποια στιγμή, που καταφέρνουμε να βρεθούμε πέραν, παρόλο που εξακολουθούμε να παραμένουμε εντός υλικού σώματος.

Ο καθένας, με τις επιλογές που κάνει, κάτι πάντα θυσιάζει. (Στο βωμό της επιλογής του). Θυσιάζουμε λοιπόν τα υλικά για να ελευθερωθούμε, ή μόνιμα προδίδουμε αυτό που είμαστε, προτάσσοντας ωραιοποιημένες δικαιολογίες που συνεχίζουν να μας κρατούν δέσμιους;

Τέλος, πως μπορούμε να πούμε (με ελαφρά την καρδία, και βεβαιότητα δέκα καρδιναλίων), πως αυτός ο κόσμος έχει στάνταρτ θετικά, και αρνητικά, ή σκοτεινά και φωτεινά, ή ευχάριστα και δυσάρεστα, ή ευτυχία και δυστυχία, όταν εξαρτάται κάθε φορά το ΠΟΥ είμαστε συνειδησιακά χρησιμοποιώντας τα, όπως και το ΠΩΣ;

Εδώ ακριβώς έγκειται η απόδειξη του γεγονότος πως η αλήθεια είναι πέρα από όλα δεδομένα μας, θετικά ή αρνητικά, και πως τα πάντα, περιέχουν και τα δύο στα σπλάχνα τους.

Ο σκοπός λοιπόν είναι, να αλλάξουμε συνειδησιακή θέση. Να ανυψωθεί η συνειδητότητα μας σε ένα πολύ ανώτερο, (ευρύτερο) αντιληπτικό κέντρο, από αυτό του επιπέδου της ανθρώπινης αντίληψης που είναι μόνιμα περιορισμένο και πολωμένο στον διαχωρισμό, τον ξεχωρισμό,  με έμφαση και σημασία, στην ατομική, προσωπική μας ύπαρξη.

Και για να πραγματοποιηθεί αυτό, όλη η προσοχή των ενδιαφερόντων μας, πρέπει να μετατοπιστεί αποκλειστικά, στην Ύπαρξη που βρίσκεται εντός μας. Δεν γίνεται, μόνο όταν το θυμόμαστε περιστασιακά, για να ξεφεύγουμε από την προβληματική μας ζωή, επειδή οι φίλοι-ες μας ασχολούνται, ή επειδή η γιόγκα (για παράδειγμα) είναι στην μόδα αυτή την εποχή. Όλα αυτά, είναι αστεία.

Η μετατόπιση της συνείδησης, γίνεται με καθημερινή, (και κάθε στιγμή) εργασία, και επικέντρωση στην μέσα μας αντίληψη, αντικαθιστώντας τις οδηγίες του μυαλού, με τις τάσεις που γεννώνται την κάθε δεδομένη στιγμή του κάθε συμβάντος ,με ότι έχει να κάνει την υλική μας ζωή όταν χρειάζεται να λειτουργήσουμε στον εδώ κόσμο, και όλον τον υπόλοιπό χρόνο, να τον διαθέτουμε στην εμβάθυνση. Όχι στην ανάλυση, την σύγκριση, το τακτοποίημα, το σχεδιασμό για το μέλλον, αλλά πέραν όλων αυτών. Στο βασίλειο της μη σκέψης, που πραγματικά υπάρχουμε. Αυτό είναι το μόνο εισιτήριο...