ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΩΣ ΜΙΑ «ΑΛΛΗ» ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ

Ελευθερία, η αγαλλίαση της Ψυχής μας που δίνει την αίσθηση πως ζούμε αισθαντικά σε μία «άπλα» τεράστιας αγκαλιάς που απείρως μας υπερβαίνει όλους μας και Αγάπη, η αίσθηση της προστασίας αυτής της αγκαλιάς που φτάνει τα όρια της ευδαιμονίας, ότι κι αν γίνεται μέσα μας, ή έξω από εμάς. Τα δύο αυτά μόνο μαζί υπάρχουν, και δεν μπορεί να σταθεί το ένα, χωρίς να κρατά σφιχτά το χέρι του άλλου...

Αυτό σημαίνει πως μόνος «αντίπαλος» μας στη ζωή είναι ότι «μας χαλάει», ότι μας ταυτίζει με «γνώμες» με «πλευρές» και με «απόψεις» περί δικαίου και αδίκου, μέχρι να φτάσουμε κάποια στιγμή σε ατομικό επίπεδο ο καθένας μας, να μην μας χαλάει πια….τίποτα.

Υπό αυτή την έννοια όλα τα χαρακτηριζόμενα άσχημα, ή εμπόδια της ζωής μας είναι ο «δείκτης» του «πού» είμαστε ανά πάσα στιγμή, και σε «τι» είναι αναγκαίο να εργαστούμε. Γιατί όλα όσα μας απομακρύνουν από την Αληθινή Αγάπη και Ελευθερία αφορούν προσωπικές συνειδητές και υποσυνείδητες πεποιθήσεις, απόψεις και θέσεις, όπως, και «γνώμες» δικές μας, ή «γνώμες άλλων» που έχουμε ασπαστεί ως δικές μας, και όχι η πραγματική διάσταση που έχουν τα πάντα σ’ ένα σύμπαν το οποίο δεν νοιάζεται ποτέ για ένα μονάχα λουλούδι, αλλά για το τι πρέπει να γίνεται ώστε να έρχεται η άνοιξη, και να διεξάγονται αρμονικά οι εποχές, δηλαδή οι κύκλοι της ζωής σε μακρόκοσμο, και μικρόκοσμο, που είναι ουσιαστικά το ένα και το αυτό...

Έτσι ο Δρόμος της Εσωτερικής Πνευματικής ανάπτυξης, περνάει μέσα από τον τρόπο Διαχείρισης αυτών που ούτως ή άλλος συμβαίνουν, εκμεταλλευόμενα από εμάς ώστε να τα υπερβαίνουμε, διότι γι’ αυτό ακριβώς υπάρχουν, και γι’ αυτό υπάρχουμε κι εμείς εδώ… Γινόμενοι οπότε Κύριοι της ύλης, του συναισθήματος και της σκέψης, δηλαδή της τριπλής διάστασης του ανθρώπου, ανοίγεται ο Δρόμος ακόμα πιο πέρα... Μόνο τότε.

Το σήμερα, είναι η «μαγιά» του αύριο και το χθες, η «κοπριά» του σήμερα. Καταλαβαίνουμε λοιπόν από αυτό τι ζούμε όταν εξακολουθούμε να διαιωνίζουμε και να υπάρχουμε με το χθες, μετατοπίζοντας το στο κάθε σήμερα μας…

Η πορεία όμως, η αληθινή πορεία του Ανθρώπου, δεν αφορά μόνο τα της ύλης και της υλικής μας ζωής τα οποία έχουμε αναγάγει ως κυρίαρχα στη ζωή μας. Υπάρχει και η Πνευματική διάσταση στην οποία εισερχόμαστε, μονάχα αφού αντιληφθούμε τι είναι πραγματικά η «φαινομενική» ζωή, τι κάνει σε εμάς ζώντας την, και τί είμαστε εμείς μέσα της. Κατόπιν, αφού αυτά τα διαπιστώσουμε σε βάθος και τα κατανοήσουμε βιώνοντας τα, έρχεται ως αποτέλεσμα, ως στάδιο ωρίμανσης πια ότι μαθαίνουμε να διευθετούμε τη ζωή μας στο φαινομενικό επίπεδο του σώματος με τέτοιο τρόπο, που φτάνει να καθιστά πλέον για μας αυτή η καινούρια προσέγγιση μια νέα αφετηρία, και στη συνέχεια τον «βατήρα», τον οποίο κατόπιν χρησιμοποιούμε για παραπέρα…

Η «γνώση» όμως γι’ αυτό το παρά πέρα, είναι και πάλι βιωματική. Εσωτερική. Καθαρά προσωπική. Και είναι μία γνώση η οποία δεν θα χωρέσει ποτέ σε κανένα βιβλίο, δεν θα μας την πει κανένας άνθρωπος, και δεν θα την βρούμε έξω από εμάς. Έρχεται ως εμπειρία μιας φυσικής αβίαστης συνέχειας, η οποία φυσικά δεν «ελέγχεται» ούτε από το μυαλό μας, ούτε από εμάς, ούτε από κάποιον... Αλλά και ούτε είναι κάτι που «μαθαίνεται» βεβαίως γιατί υπεισέρχεται πλέον η συνείδηση μας σε ανεξερεύνητα βάθη ή ύψη, τα οποία  ξεφεύγουν απείρως από οτιδήποτε θα μπορούσαμε ποτέ να έχουμε τη δυνατότητα να γνωρίσουμε στης ύλης τη ζωή γιατί δεν υπάρχει άλλη πηγή με τους γνωστούς τρόπους αναζήτησης μας, από την πηγή που γιγνώσκεται με τη βουτιά στο «κενό», ως παράγωγο της ωρίμανσης μας.

Μόνο Ατομικά είμαστε σε θέση να μας δοθεί και τη μαθαίνουμε ακριβώς τη στιγμή που τη ζούμε, γιατί αφορά καί αισθήσεις, καί πληροφορίες ταυτόχρονα, δίχως όμως να είναι δυνατή η θύμηση της ως προς κάποια αναπαραγωγική διαδικασία γιατί κατ’ αρχήν, δεν είναι διαδικασία. Μόνο να τη ζούμε μπορούμε στο παρόν, χωρίς να μεταφέρεται, ή να μοιράζεται, ώστε να είναι σε θέση να κοινοποιηθεί. Όχι επειδή αφορά κάποιο απόκρυφο μυστικό, αλλά επειδή τα του κόσμου τα μέσα, αδυνατούν να την προσεγγίσουν, πόσο μάλλον να την περιγράψουν ξεδιπλώνοντας την, τεμαχίζοντας την, ή τοποθετώντας την «σε κουτάκια» θεωριών.

Αυτή τη Γνώση, όταν ξεφεύγουμε από τις πέντε αισθήσεις και το μυαλό, και περνάμε σε εσωτερικές καθαρά αισθήσεις, μόνο βιώνοντας την και οι δυο μας, είμαστε σε θέση να μπορούμε ο ένας, να κατανοήσει απόλυτα τον άλλον. Τότε η «γλώσσα», είναι δείκτης κατεύθυνσης του που να στρεφόμαστε μέσα για να συνεννοούμαστε αλλά τα ίδια τα λόγια, δεν λένε τίποτα. Κάποιος που θα μπορούσε να μας παρατηρεί, δεν θα μπορούσε να μας κατανοήσει…

Αν δεν μιλάμε από αυτήν, τότε, δεν είμαστε σε κοινό πεδίο, αλλά ο καθείς κοιτά μέσα από το πρίσμα του κάθε δικού του κόσμου, κι ας ζούμε «εξωτερικά» υποτίθεται στον ίδιο κόσμο. Είναι μόνο φαινομενικά ο ίδιος κόσμος. Τα φαινόμενα δηλαδή είναι αυτά που παραμένουν ίδια αλλά η αντίληψη μας, άρα και η προσέγγιση για τα φαινόμενα αυτά, όπως και η επίγνωση ως προς τον εαυτό μας και τους άλλους, απείρως διαφέρουν.

Σ’ έναν κόσμο λοιπόν Αγάπης και Ελευθερίας, ο μόνος μας αγώνας είναι το ξεπέρασμα όλων των εμποδίων που μας απομακρύνουν από αυτόν, γιατί οι ίδιοι ταυτιζόμαστε ή αρκούμαστε σε λιγότερα, μη πιστεύοντας τις περισσότερες φορές καν την ύπαρξη ενός τέτοιου κόσμου. Κι όμως υπάρχει! Υπάρχουν κι άλλα, πολλά άλλα, που η ανθρώπινη αλαζονεία από τη μια ως το ένα άκρο, ή αντίθετα η ανασφάλεια και η μικρότητα με την οποία είναι ταυτισμένοι οι άνθρωποι ως το άλλο άκρο, είναι και αυτά που εμποδίζουν τον άνθρωπο από το να δεχτεί έστω και την ύπαρξη ενός τέτοιου κόσμου, πόσο μάλλον να τον αναζητήσει. Κι αν τον αναζητήσει, το κάνει έξω του. Όχι στο πως να νιώθει εντός του, και με τι είναι ταυτισμένος, αλλά με τι ισχύει έξω στις κυβερνήσεις, στα γήπεδα, στην κοινωνία την οποία ζει. Γι’ αυτό ακριβώς και είναι απαραίτητη όμως πρώτα η απόταυτοποίηση μας από το «εγώ», την προσωπικότητα με την οποία είμαστε ένα ως τον εαυτό μας, που ευθύνεται για την δημιουργία ενός τέτοιου εξωτερικού κόσμου όπως τον κόσμο που γνωρίζουμε και ζούμε, μα έχοντας υπ’ όψιν μας πως αυτό το «εγώ» δεν είναι ικανό από τη φύση του να βιώσει και να ζήσει ποτέ του ούτε Ελευθερία, ούτε φυσικά και Αγάπη... Να ο λόγος που ο εξωτερικός κόσμος είναι ο τραγικός κόσμος που γνωρίζουμε. Γιατί μέσα του ο άνθρωπος, δεν λειτουργεί με καμία εσωτερική ή ανώτερη ποιότητα παρά μόνο με το «εγώ» του!

Υπάρχει αυτός ο κόσμος όμως μια και υπάρχουν άνθρωποι και χιλιάδων χρόνων αρχεία που το καταγράφουν... Ο μόνος τρόπος για να το διαπιστώσουμε, όλοι μας, είναι όχι η ακαδημαϊκή ή άλλου είδους εξωτερική έρευνα, αλλά η αναζήτηση εντός μας, ώστε να καταστούμε αυτόπτες μάρτυρες επιβεβαίωσης του, ή απόρριψης αυτού. Αν η αναζήτηση μας δεν είναι τέτοιου είδους είναι άκυρη, γιατί αφορά το: «όσα δεν φτάνει η αλεπού»… Δεν μπορούμε να απορρίπτουμε αυτό που δεν γνωρίζουμε «ιδίοις όμμασι». Μπορούμε να κρίνουμε, μόνο αυτό που θα καταλάβουμε, που θα δούμε, που θα αγγίξουμε, που θα νιώσουμε, που θα βιώσουμε….

Με δύο όμως μοναδικούς όρους:
1.Να γίνει το κυρίαρχο μέλημα μας, και στόχος μας στη ζωή και
2.Να μη σταματήσουμε ποτέ την αναζήτηση, την προσπάθεια, την έρευνα, την εις την πράξη εργασία, μέχρι να φτάσουμε. Που; Εκεί που θα διαψεύσουμε, ή θα επιβεβαιώσουμε τα όσα ακούμε ή διαβάζουμε και εκεί, που για την ανθρώπινη φύση τελικά είναι ο στόχος, και μια νέα αφετηρία, για ακόμα μακρύτερη πορεία…

Ποιος το πιστεύει όμως;

Αυτός που το πιστεύει, ήδη έχει κάνει το πρώτο βήμα…

ΕΠΙΛΕΓΩ ΝΑ ΘΥΜΩΝΩ; ΝΑΙ, ΟΠΩΣ & ΟΛΑ ΟΣΑ ΚΑΝΩ, ΑΙΣΘΑΝΟΜΑΙ, ΣΚΈΦΤΟΜΑΙ...

Το ζήτημα της αυτογνωσίας για να κατανοήσω, και να αποδεχτώ στον εαυτό μου πράγματα που αδυνατώ να παραδεχθώ ότι έχω ενώ λειτουργούν ερήμην μου, και γι’ αυτό το λόγο πληγώνομαι, ή πονάω, και δεν μπορώ να τα ξεπεράσω, δεν έχει να κάνει (ή δεν πρέπει να έχει να κάνει) με μια ξερή πληροφορία για μένα, δηλαδή το να γνωρίζω απλά ότι σε κάποιες περιπτώσεις πχ θυμώνω πολύ εύκολα.

Το ζήτημα είναι, ως κάτι που πρέπει να κάνω για οτιδήποτε που δεν με κάνει να νιώθω καλά ή με ενοχλεί, το να μπορώ να το διαπιστώνω εμπειρικά. Δηλαδή να αντιλαμβάνομαι και να βλέπω πχ στην περίπτωση του θυμού «τι άσχημα αποτελέσματα μου φέρνει»  στο σώμα, πόσο «βαριά» με κάνει να νιώθω, τι τον ενισχύει μέσα μου ως τις αρνητικές σκέψεις που μου επιβάλει να συλλαμβάνω.  Όλο αυτό, σαφώς με «ρίχνει». Και ακριβώς το πόσο με ρίχνει, είναι αρχικά που πρέπει να «κατανοήσω» και να αποδεχτώ. «Ναι, ο θυμός, μόνο κακό μου κάνει».

Και ποιο είναι το θέμα εδώ; Καταρχήν, ότι παίρνω την προσοχή μου από έξω, δηλαδή από «αυτόν που με θύμωσε», και κατά δεύτερο εξίσου σημαντικό, παύω να «προκαλώ» στον θυμό μου αντίσταση. Δεν τον πολεμάω πια. Αντίθετα τον καλωσορίζω για να τον δω, να τον εξετάσω, να αναγνωρίσω πως το να θυμώνω, δεν μου προσφέρει τίποτα απολύτως αντίθετα, με αποσυντονίζει, με ταράζει, με χαλάει.

Γιατί όμως θυμώνω; Γιατί έχω για παράδειγμα δίκιο σε κάποια περίπτωση, οπότε αναγκαστικά «πρέπει» να θυμώνω; Υπάρχουν κι άλλοι, πολύ πιο υγιείς, λογικοί, και συμφέροντες τρόποι να δηλώσω την άποψη μου στο περιβάλλον για πράγματα που ας πούμε διαφωνώ. Γιατί πρέπει να χαλάσω τη ζαχαρένια μου;

Τι προτιμώ να κάνω λοιπόν; Να εξετάζω το θυμό στην ουσία του, και από τρία μάλιστα διαφορετικά σημεία εστίασης μέσα μου. Από το πως εισπράττεται, συλλαμβάνεται από μένα σωματικά, συναισθηματικά, αλλά και διανοητικά.

Ο άνθρωπος έχει τη δυνατότητα να παρατηρεί τον εαυτό του. Είναι το μόνο πλάσμα που μπορεί να το κάνει. Κι αυτό ακριβώς μπορώ, και κάνω με το θυμό. Παρατήρηση, και εξέταση του σε βάθος.

Τι είναι αυτή η δυνατότητα στο δια ταύτα; Είναι το να καταλάβω στην ουσία, πως αυτός που παρατηρεί, (δηλαδή εγώ) και το αντικείμενο της παρατήρησης, (στην προκειμένη ο θυμός), είναι δύο διαφορετικά πράγματα. Έλα όμως που όταν θυμώνω, έχω ταυτιστεί με το θυμό γινόμενος ο ίδιος ένας θυμός, ενώ, είμαι μονάχα «αυτός» που θυμώνει. Εν τέλη ότι κι αν παρατηρήσω είμαι εγώ, αφού έχω ταυτιστεί με αυτό που παρατηρώ άρα: Είμαι καί αυτός που παρατηρεί τελικά, (εγώ, αυτός που το κάνει όλο αυτό) αλλά καί το αντικείμενο της παρατήρησης μου (δηλαδή ο θυμός). Όμως όταν παρατηρώ το θυμό, διαπιστώνω πως είμαι, γίνομαι, δύο διαφορικά πράγματα. Οπότε τι γίνεται; Η ίδια η παρατήρηση, με διαχωρίζει από αυτό που παρατηρώ, και γι’ αυτό και το έχω «απέναντι» μου και μπορώ να το «βλέπω».

Αυτό με κάνει να βλέπω, πως άλλο είμαι εγώ, και άλλο τελικά ο θυμός, (όταν αυτό το παρατηρήσω και το κατανοήσω όπως είπαμε) οπότε, εκεί ακριβώς διαπιστώνω πως «ΔΕΝ» είμαι στην ουσία ο θυμός. Ταυτίστηκα απλά μαζί του, και πείστηκα, και πίστεψα πως είμαι… Αυτό όμως, τι άλλο σημαίνει; Πως τελικά, έχω την επιλογή, να επιλέξω και το να μην είμαι θυμωμένος, γιατί όπως είπαμε, εγώ είμαι μονάχα αυτός που τον παρατηρεί. Έτσι μπορώ να διαχωρίζω εμένα, από αυτά που βλέπω, που νιώθω, που σκέφτομαι. Η λειτουργία είναι η ίδια και για τα τρία. Να μπορώ να βλέπω τι κοιτάζω, τι νιώθω, και τι σκέψεις συλλαμβάνω. Είμαι, έξω από αυτά όμως, γι’ αυτό και τα βλέπω. Εδώ είναι το μυστικό, κι αυτός είναι ο παρατηρητής!

Με αυτόν τον τρόπο, και είναι και ο μοναδικός, μου δίνεται η δυνατότητα να συλλάβω, πως επιλέγω, αν και υποσυνείδητα τις περισσότερες αν όχι όλες τις φορές να θυμώνω. Επιλέγω! Που σημαίνει πως αν αναγνωρίσω πότε το κάνω, και γιατί, κοιτάζοντας τον θυμό σε βάθος, και εξετάζοντες τα πρόσωπα και τις καταστάσεις που εμπλέκονται σε αυτό μόνο ως σημεία όμως αναφοράς που απλά μου τον διεγείρουν για να τον εκφράσω, έχω τη δυνατότητα ως επιλογή, και να μην θυμώνω.

Αποκόβοντας τον εαυτό μου από το θυμό (αφού δεν είμαι αυτός), επόμενη φορά στις ίδιες συνθήκες, χρειάζεται «να προλάβω» να δω τη στιγμή που γεννάται, και να επιλέξω, όχι μόνο να μην εκδηλωθεί έξω στο περιβάλλον, αλλά πρώτιστα, να μην εστιαστώ σε αυτόν. Γιατί τελικά «συνήθισα» να θυμώνω κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες, και καθαρά ενεργειακά, μόνος του πλέον εμφανίζεται μηχανικά, ακριβώς επειδή τον έχω δυναμώσει σε όλες τις προηγούμενες φάσεις που μου βγήκε. Τώρα, χρειάζεται να τον αφήσω να πεθάνει… Χρειάζεται δουλειά από μένα λοιπόν ώστε σιγά σιγά παύοντας να τον «ταΐζω», να αρχίσει να εμφανίζεται όλο και πιο σπάνια μέσα μου... Αυτή είναι η διαδικασία….