Ακριβώς η
αντίληψη μας για τον κόσμο, είναι και ότι μας κρατά «σε αυτόν» τον κόσμο
δέσμιους, και μας εμποδίζει να δούμε καθαρά τι Είμαστε, ώστε να επέλθει η
Πλήρης Απελευθέρωση μας από αυτόν. Η ταύτιση με ότι περιέχει, και τα δεδομένα
που έχουμε. Αυτό σημαίνει, πως πρέπει να αλλάξουμε αυτήν την αντίληψη. Για να
γίνει όμως αυτό, (που δεν είναι σε καμία περίπτωση κάτι που μπορεί να γίνει
νοητικά), πρέπει, να «αντιληφθούμε», έναν διαφορετικό τρόπο με τον οποίο να
βλέπουμε τον Κόσμο πλέον. (Ως Κόσμο, την Δημιουργία).
Κι αυτό,
γίνεται μόνο υπερβαίνοντας τα πάντα. Να φύγει παντελώς δηλαδή η προσοχή μας από
ότι γνωρίζουμε, από ότι (θεωρούμε) ότι είμαστε, καθώς, και από όλα μας τα
δεδομένα σε όλους τους τομείς της ζωής μας, και για τα πάντα. Οπότε, όλες μα
όλες οι λειτουργίες που χρησιμοποιούμε, με τις οποίες μας δημιουργείται το
γνωστικό βίωμα. Άρα, φεύγουμε λοιπόν, ακόμα και από τα όργανα από τα οποία
διεξάγεται η κάθε μορφής κατανόηση μας.
Πως;
Σταματώντας, κάθε γνωστική διαδικασία. Κύρια λοιπόν, αυτό που πρέπει να
τερματίσει να λειτουργεί, είναι η σκέψη μας. ΕΝΤΕΛΩΣ!
Αρχικά, για
όποιον δοκιμάζει να το κάνει, φαντάζει, το πιο δύσκολο πράγμα στον κόσμο. Εκεί
μπορεί κανείς να δει, πόσο βαθιά έχουμε μπει στην λειτουργία του νου… Τόσο, που
μια πηγαία και φυσιολογική διαδικασία του Εαυτού μας, έχει φτάσει να τη
θεωρούμε, (εξαιτίας των σκέψεων μας) τόσο δύσκολη, που φαντάζει στα μάτια μας
ως άθλος…
1ον γιατί
κάποιοι δεν μπορούν καν να διανοηθούν ότι θα μπορούσαν να σταματήσουν το νου
εντελώς,
2ον κάποιοι
που το κάνουν, (επειδή ακριβώς εμφανίζονται οι αντιστάσεις που οι ίδιοι έχουν
δημιουργήσει) το χαρακτηρίζουν «δύσκολο» και σταματούν να το κάνουν,
3ον για
κάποιους που το πλησιάζουν εσωτερικά δημιουργείται πανικός, μια και πως θα
μπορούσαν να υπάρχουν εκτός σκέψης, (γιατί ισοδυναμεί γι’ αυτούς με θάνατο),
διότι με το σταμάτημα της σκέψης του νου, «δεν βλέπουν» να υπάρχει τίποτα
εκεί….»,
4ον κάποιοι
αντιλαμβάνονται πως πρόκειται για «σοβαρή» και «επιμελή» εργασία αφιέρωσης
ζωής, στην οποία όμως, δεν είναι «μάλλον» τόσο αποφασισμένοι όσο θα ήθελαν, ή
όσο νόμιζαν ώστε «να ταχθούν»….,
5ον δεν
έχουν τελικά όλοι τους, πάρει στα σοβαρά την μόνη σωτηρία…
Βλέπουμε
οπότε σε αυτές τις πέντε αναφορές, ακριβώς τα εμπόδια που υπάρχουν, και τους
λόγους που οι άνθρωποι, δεν προχωρούν τελικά σε αυτό... Και διαπιστώνουμε,
(καθαρά, ακόμα και με τη λογική), πως όλα τα εμπόδια, είναι μόνο εμπόδια της
σκέψης. Να η απόδειξη! Αυτό ακριβώς που πρέπει να τερματίσει, είναι και αυτό
που βάζει τα εμπόδια. Ενώ λοιπόν πρόκειται για κάτι που καί η δυνατότητα
υπάρχει (στον καθένα μας να γίνει), και έχουμε όλοι μας τις ικανότητες, δεν το
αποφασίζουμε…
Γι’ αυτούς
όμως που έχουν καταλάβει περί τίνος πρόκειται, η στη πράξη διεξαγωγή της
εργασίας για την προσέγγιση, και επιτυχία της κατάστασης της μη Σκέψης, έχει να
κάνει με δύο κύριους τομείς της ζωής, μέσα από τους οποίους και μπορεί να
πραγματωθεί:
1. Κατά τον
Πραγματικό Διαλογισμό. (Εντάσσοντας τον στη ζωή μας)
2. Κατά τη
διάρκεια της ημέρας. Κατά την εγρήγορση. (Που και εδώ, θα πρόκειται πάλι για
την διεξαγωγή κατά κάποιον τρόπο Πραγματικού Διαλογισμού).
Γιατί ο
Πραγματικός Διαλογισμός δεν είναι τίποτε άλλο, από το να «βγούμε», από τα πάντα
αυτού του κόσμου, ώστε να μπορέσουμε να εισχωρήσουμε στον Εαυτό μας. Να Τον
αναγνωρίσουμε, να Τον βιώνουμε, και να ζούμε ως Εαυτός. Τότε, ακόμα και
χάνοντας το σώμα μας, μπορούμε παραμένουμε με τη Συνείδηση του Εαυτού. Αλλιώς,
όσο είμαστε ταυτισμένοι με αυτό που νομίζουμε, (ως την προσωπικότητα που
έχουμε), φεύγοντας, η επιστροφή μας εδώ, θα είναι ως μία νέα, διαφορετική
προσωπικότητα. Ο ζων ως Εαυτός όμως, θάνατο, δεν γνωρίζει…
Αναλυτικά
λοιπόν:
1. Κατά τον
Πραγματικό Διαλογισμό.
Καθώς
χαλαρώνουμε, και χάνονται οι αισθήσεις του σώματος μας, (όραση, ακοή, γεύση,
όσφρηση, αφή), δίνουμε την Προσοχή μας, σε μια θέση (αρχικά) μέσα μας, μη
δίνοντας την παραμικρή σημασία σε οτιδήποτε παρουσιάζεται μπρος μας. Ήχους,
εικόνες, χρώματα, σκέψεις. Οτιδήποτε! Ότι από αυτά κι αν παρουσιαστεί, είναι
ακριβώς και τα εμπόδια μας! Αυτό, πρέπει να το καταλάβουμε καλά!
Εμείς,
παραμένουμε «ως Προσοχή», στη θέση που θέσαμε μέσα μας. Είτε πρόκειται για θέση
με την κυριολεκτική έννοια σε ένα μέρος στο σώμα μας, (έχοντας σε αυτό την
Προσοχή μας), είτε ως αισθαντική κατάσταση θέσης εντός μας, (αίσθησης που την
κρατάμε σταθερά), είτε, ως μία δημιουργημένη νοητική εικόνα, είτε, ως θέση με
συνδυασμό των παραπάνω. Πολλά είναι τα παιχνίδια που παίζει ο νους, για να μας
απομακρύνει από την (όποια) θέση ορίσαμε. Εμείς όμως, παραμένουμε πεισματικά σε
αυτή, και μόνο σε αυτή!
Τι γίνεται
λοιπόν με ότι μόλις περιγράψαμε; Η θέση την οποία επιλέξαμε, μας θέτει, στο να
σταματήσει οποιαδήποτε (γνωστή, συνήθης) λειτουργία μας, ακόμα και αυτή της
σκέψης. Μας ακινητοποιεί. Αυτό ακριβώς είναι που θέλουμε όμως! Να μείνουμε
σταθεροί, και εντελώς ακίνητοι! Γιατί ακριβώς επειδή τα πάντα στον κόσμο
κινούνται, ταυτιζόμενοι εμείς μαζί τους, δηλαδή με την κίνηση που διεξάγεται,
δεν μπορούμε να αναγνωρίσουμε αυτό που είμαστε Πραγματικά. Με αποτέλεσμα, να
μην είμαστε σε θέση «να κοιτάξουμε» τι γίνεται πέραν της συνήθης κίνησης.
Που είναι αυτή η κίνηση, όχι μόνο όλη μας η ζωή, αλλά και ολόκληρος ο
δημιουργημένος κόσμος...
Όταν όμως,
μέσω της Ακλόνητης Προσοχής μας, (παραμένοντες στη θέση επιλογής μας σταθερά),
«σπάσει το φράγμα» της απαραίτητης παραμονής μας σε αυτό το σημείο αναφοράς
μας, (όποιο κι αν είναι αυτό), όλο το σύστημα, μας πετάει μόνο του, έξω… Πέραν…
Κι αυτό, γίνεται μόνο του! Ακριβώς επειδή η λειτουργία μας έχει πάψει να
διεξάγεται με τα εντός του κόσμου εργαλεία, ο ίδιος ο κόσμος ως λειτουργικός,
αισθαντικός, κατανοήσιμος χώρος, μας διώχνει, (κατά κάποιον τρόπο) συνειδησιακά
από την επικράτεια του. Κι ενώ εμείς, παραμένουμε ως κάτοχοι ενός υλικού
σώματος, το Εσωτερικό του Είναι μας, που κατοικεί σε αυτό το σώμα, εισχωρεί και
ενώνεται, με αυτό που Πραγματικά Είναι, το οποίο είναι σαφώς πολύ ευρύτερο, και
«δεν το χωρά» η ύλη, και οποιοδήποτε υλικό σώμα… *
Εδώ,
αρχίζουν όλα…
2. Κατά τη
διάρκεια της ημέρας.
Εδώ, ενώ
παρατηρούνται δύο καταστάσεις, που και στις δύο είμαστε εμείς που τις ζούμε,
εκλαμβάνουμε τελικά μόνο (στην αρχή) ως δύο, αλλά πρόκειται για την ίδια
κατάσταση… Μόνο όταν εμβαθύνουμε πολύ, διαπιστώνουμε πως δεν έχουν καμιά
διαφορά. Όπως βέβαια τότε, διαπιστώνουμε επίσης, πως ο Διαλογισμός μας, (που
πλέον διεξάγεται κανονικά κατά την εγρήγορση), δεν έχει καμία διαφορά σε
σύγκριση με το Διαλογισμό που κάνουμε παντελώς μόνοι, χαλαρωμένοι και με τα
μάτια κλειστά. Η μόνη διαφορά, (αν μπορείς να την πεις διαφορά, και όχι
συμπλήρωση), είναι απλά, πως επειδή στον Βαθύ Διαλογισμό, (πέρας της
εγρήγορσης), ακριβώς διότι δεν συμμετέχει καθόλου το υλικό σώμα, (άρα ούτε και
οι πέντε αισθήσεις), υπάρχει η δυνατότητα προσέγγισης, πολύ μεγαλύτερου βάθους
καταστάσεων από αυτών που μπορούμε (λόγω των πέντε αισθήσεων όπως είπαμε), να
προσεγγίζουμε κατά τη διάρκεια της καθημερινής μας ζωής.
Έτσι λοιπόν
διεξάγεται:
- Όταν
είμαστε μόνοι μας κατά τη διάρκεια της ημέρας, με οτιδήποτε κι αν ασχολούμαστε.
- Όταν
ερχόμαστε σε επαφή με οτιδήποτε έξω από εμάς. Όταν χρειαστεί οπότε να
ανταποκριθούμε στο εξωτερικό περιβάλλον.
Στην πρώτη
περίπτωση, (όπως ακριβώς και κατά τη διάρκεια του Διαλογισμού μας, επιλέξαμε
μία θέση), η Προσοχή μας, (ως σημείο αναφοράς της συγκέντρωσης μας), είναι, σε
οτιδήποτε κάνουμε, ή βρίσκεται έξω από εμάς κατά τις στιγμές της μοναχικότητας
μας, στη διάρκεια της καθημερινότητας. Η Προσοχή μας, είναι απόλυτα σε αυτό.
Προσέχουμε, αυτό που βλέπουμε. Όχι ως την κίνηση που κάνει, ή τις μεταβολές που
υπόκειται, αλλά ως Αυτό που απλά συμβαίνει, και βρίσκεται μπρος μας. Τόση είναι
η Προσοχή μας σε αυτό, που καμία σκέψη δεν κάνει εμφάνιση. Κι αν κάνει
εμφάνιση, η επικεντρωμένη προσοχή μας γινόμενη πιο έντονη, εξαφανίζει, ακόμα
και την υπόνοια αυτής της σκέψης. Όμως, και αυτό είναι που έχει τη μεγαλύτερη
σημασία κατά τη φάση αυτή, είναι ότι ταυτόχρονα με την προσοχή μας που είναι σε
αυτό που διεξάγουμε, Εμείς, δεν είμαστε σε αυτό. Η Προσοχή μας είναι μόνο.
Σημαίνει πως Εμείς, «ζούμε» στην Σιωπή, ότι κι αν κάνουμε… Δηλαδή σιγά σιγά,
καθώς παραμένουμε στη μη σκέψη, υπάρχει εντός μας, (έτσι εκλαμβάνεται, και
μπορεί να γραφτεί), η αίσθηση, η αισθανόμενη αίσθηση, του ποιος, ή τι,
βρίσκεται πέραν της σκέψης. Όλα όσα βιώνονται, αφορούν Αυτό… Δεν φεύγουμε από
Αυτό! Ότι κι αν κάνουμε…
Αυτή η
σιωπή, (με την επανάληψη της διαδικασίας, της προσήλωσης μας σε αυτή την
εργασία, και την επαναφορά της, κάθε στιγμή μικρής ή μεγάλης παρέκκλισης),
είναι και αυτό που χρειάζεται να γίνει, ως η μόνιμη μας κατάσταση.
Αρχικά, η
σιωπή του νου, δεν έχει τίποτα... Κενό. (Έτσι εκλαμβάνεται). Δεν είναι όμως
έτσι. Η παρατεταμένη μας θέση σε αυτή, από ένα σημείο και μετά, (όπως και κατά
τον Διαλογισμό μας), σπάει (επίσης) το φράγμα της ίδιας της κατάστασης αυτής.
Άρα, δεν είναι παρά μία κατάσταση αναμονής… Από εκεί και πέρα, εισχωρούμε σε
κάτι άλλο…
Αυτό όμως το
πέρα, πρέπει ο καθένας μόνο του να το ζήσει, να το διαπιστώσει, και να το
επιβεβαιώσει…
Στη δεύτερη
περίπτωση, δηλαδή όταν ενώ είμαστε σε εγρήγορση χρειάζεται να ανταποκριθούμε
προς το περιβάλλον, (πχ, να μιλήσουμε σε κάποιον), τι κάνουμε; Δεν φεύγουμε από
τη θέση μέσα μας, (της σιωπής), απλά όπως παρατηρούμε, (βλέπουμε, όπως ακριβώς
έχοντας την προσοχή σε αυτό που κάναμε ως μόνοι, και όπως ακριβώς κατά το
Διαλογισμό, η Προσοχή μας είναι στη θέση επιλογής μας), εδώ, τη θέση Προσοχής,
την παίρνει ο άνθρωπος στον οποίο ανταποκρινόμαστε. (Δηλαδή σε αυτόν, που
χρειάζεται μαζί του να μιλήσουμε, ή να δούμε τι έχει να μας πει). Είναι η
Προσοχή μας λοιπόν σε αυτόν, αλλά Εμείς, μέσα μας, παραμένουμε στη σιωπή. Αυτό
σημαίνει, πως βλέπουμε ανά πάσα στιγμή αν παρασυρθούμε από τη θέση ή στάση του
κάθε άλλου, και αν εμφανιστούν μέσα μας αστραπιαία σκέψεις εξαιτίας αυτού που
διεξάγεται, οι οποίες και μας κάνουν (ή μας ωθούν στο) να ανταποκρινόμαστε,
ταυτισμένοι ή όχι με κάποιο εγώ μας. Σε αυτή την περίπτωση λέμε: «Έφυγα από τη
θέση μου». Στην ουσία όμως, (γιατί πάντα Είμαστε ως Εαυτός στη θέση μας), η
Προσοχή μας είναι που έφυγε από τη θέση μας. Όχι Εμείς. Κι επειδή ακριβώς
ταυτιστήκαμε με κάτι που δεν είμαστε, (δώσαμε σε αυτό την ολοκληρωτική Προσοχή
μας, ξεχνώντας τη βάση μας), δηλαδή με κάτι που αφορά την κίνηση αυτού του
κόσμου, (ταυτισμένοι οι ίδιοι με την κίνηση, μη παραμένοντες στην ακινησία του
Εαυτού μας), νιώθοντας διαχωρισμένοι από τον Εαυτό μας, αισθανόμαστε μακριά
Του, ενώ ποτέ δεν διαχωριστήκαμε…. Ποτέ.
Η σωστή
στάση; Παραμένουμε στην ακινησία, και βλέπουμε την κίνηση, παραμένοντες, στη
θέση της μη σκέψης. Ακόμα κι αν χρησιμοποιούμε ηθελημένα τη σκέψη. Άλλο αυτό,
κι άλλο «μόνες» τους οι σκέψεις να «έρχονται» επειδή συλλαμβάνονται, χωρίς τη
δική μας βούληση, και ταυτιζόμαστε μαζί τους...
Ανταποκρινόμενοι
οπότε στην κίνηση, μιλάμε απλώς σε κάποιον, και κατόπιν, όταν ολοκληρωθεί η
συνομιλία μας, επιστρέφουμε την Απόλυτη Προσοχή μας στη Σιωπή. (Άρα, ένα μέρος
μας ανταποκρίθηκε, ενώ το μεγαλύτερο μέρος της Προσοχής μας, παρέμεινε στη θέση
της Σιωπής…)
Έτσι
βρίσκεται η Πραγματικότητα. Πέραν της Σιωπής. Όταν λοιπόν βιώνουμε ως αντίληψη
την Πραγματικότητα, (όποιο βάθος της κι αν είναι αυτό με το οποίο την έχουμε
προσεγγίσει), αυτό ακριβώς είναι και το «εισιτήριο» της Ελευθερίας μας... Κι
αυτό, γιατί γνωρίζουμε και ζούμε, «ήδη» στην Πραγματικότητα. (Κι ας έχουμε
υλικό σώμα). Δεν είμαστε όμως ταυτισμένοι με την ψευδή αντίληψη του κόσμου
εξαιτίας των φαινομένων, τα οποία έτσι απλά μας «παρουσιάζονται» μέσω των
αισθήσεων του σώματος μας.
Γνωρίζουμε
το ψέμα αυτού του κόσμου. Γνωρίζουμε την παροδικότητα του. Γνωρίζουμε, πως η
κίνηση του, όπως και οι αλλαγές του, είναι ακριβώς το ψέμα του. Τίποτα πια
οπότε στον ψευδαισθητικό αυτό κόσμο, δεν μας έλκει μέσα του, ώστε να Είμαστε
φυλακισμένοι. Νιώθουμε Ελεύθεροι, ακριβώς γιατί δεν αισθανόμαστε ότι Είμαστε
μόνο εδώ… Είμαστε απλά, καί εδώ. Η βάση μας οπότε, δεν είναι αυτός ο κόσμος. Η
βάση μας, «περιέχει» και αυτόν τον κόσμο. Ακριβώς όπως είναι. Κι εμείς,
εξαιτίας της παρουσίας του σάρκινου μας σώματος, ζούμε και βιώνουμε τον κόσμο
οπότε, όχι διαστρεβλωμένα, αλλά όπως Πραγματικά Είναι.
Για όλα τα
παραπάνω λοιπόν επιβάλλεται να «γνωρίσουμε» ενώ είμαστε εδώ, την Πραγματικότητα
βιώνοντας την. Μόνο όμως όπως είπαμε, εισχωρώντας στα πεδία, πέραν της σκέψης.
Σημαντικό;
Ότι εισχωρώντας σε αυτά, δεν μπορούμε τίποτα να «ελέγξουμε». Όλα, παίρνουν τον
δρόμο τους, όπως πραγματικά χρειάζεται και πρέπει. Γι’ αυτό ακριβώς πολλοί λένε
πως η κατάσταση της μη σκέψης επιτυγχάνεται με πλήρης άφημα. Γιατί αν δεν
αφεθούμε, δεν μπορούμε να προχωρήσουμε. Κι αυτό, γιατί ακριβώς αυτός που θέλει
να ελέγχει, δεν μπορεί να πάει πέρα… Μια και όταν βρεθούμε εκεί ως Εμείς,
έχουμε πάψει να είμαστε, όλα όσα νομίζαμε πως είμαστε.
Αντέχουμε
όμως τέτοια Ελευθερία;