Δέντρο φωτιά
γίνεται ολομεμιάς το Σύμπαντο.
Ανάμεσα από
τους καπνούς κι από τις φλόγες,
αναπαμένος
στην κορυφή της πυρκαγιάς,
κρατώ
αμόλευτο, δροσερό, γαλήνιο,
τον καρπό της φωτιάς, το Φως.
Από την
αψηλή τούτη κορυφή,
κοιτάζω την
κόκκινη γραμμή που ανηφορίζει.
Τρεμάμενο
αιματερό φωσφόρισμα,
που σούρνεται
σαν έντομο ερωτεμένο,
μέσα από
τους αποβροχάρικους γύρους του μυαλού μου.
Εγώ, ράτσα,
άνθρωποι, γης, θεωρία και πράξη,
Θεός,
φαντάσματα από χώμα και μυαλό,
καλά για τις
απλοϊκές καρδιές που φοβούνται,
καλά για τις
ανεμογγάστρωτες Ψυχές
που θαρρούν πως γεννούνε.
Από πού
ερχόμαστε;
Που
πηγαίνουμε;
Τι νόημα
έχει τούτη η ζωή;
Φωνάζουν οι
καρδιές, ρωτούν οι κεφαλές,
χτυπώντας το χάος…
Και μια
φωτιά μέσα μου κίνησε ν’ απαντήσει:
«Θα’ ρθει
μια μέρα, σίγουρα, η φωτιά να καθαρίσει της γης.
Θα’ ρθει μια
μέρα, σίγουρα, η φωτιά να εξαφανίσει τη γης.
Αυτή είναι η
Δευτέρα Παρουσία».
Μια γλώσσα
πύρινη η Ψυχή,
κι αγλείφει
και μάχεται να πυρπολήσει
τον
κατασκότεινο όγκο του κόσμου.
Μια
μέρα….όλο το Σύμπαντο θα γίνει πυρκαγιά.
Η φωτιά
είναι η πρώτη κι η στερνή προσωπίδα του Θεού μου!
Ανάμεσα σε
δύο μεγάλες πυρές, χορεύουμε και κλαίμε.
Λαμποκοπούν,
αντηλαρίζουν οι στοχασμοί και τα κορμιά μας.
Γαλήνιος
στέκουμαι ανάμεσα στις δύο πυρές,
κι είναι τα
φρένα μου ακίνητα μέσα στον ίλιγγο και λέω:
«Πολύ μικρός
είναι ο καιρός,
πολύ στενός
είναι ο τόπος ανάμεσα στις δύο πυρές,
πολύ οκνός
είναι ο ρυθμός ετούτος της ζωή,
δεν έχω
καιρό, δεν έχω τόπο να χορέψω!
Βιάζουμαι!»
Κι ολομεριάς
ο ρυθμός της γης γίνεται ίλιγγος,
ο χρόνος
εξαφανίζεται,
η στιγμή
στροβιλίζεται, γίνεται αιωνιότητα,
το κάθε
σημείο - θες έντομο, θες άστρο,
θες Ιδέα- γίνεται χορός.
Ήταν φυλακή,
κι η φυλακή συντρίβεται,
κι οι
φοβερές δυνάμεις μέσα λευτερώνονται,
και το
σημείο δεν υπάρχει πια!
«Ο Ανώτερος
αυτός βαθμός της άσκησης, λέγεται: Σιγή».
Όχι γιατί το
περιεχόμενο,
είναι η
ακρότατη άφραστη απελπισία,
για η
ακρότατη άφραστη χαρά κι ελπίδα.
Μήτε γιατί
είναι η ακρότατη γνώση,
που δεν
καταδέχεται να μιλήσει,
για η
ακρότατη άγνοια, που δεν μπορεί.
Σιγή θα πει:
«Καθένας,
αφού τελέψει τη θητεία του σε όλους τους άθλους,
φτάνει πια
στην ανώτερη κορφή της προσπάθειας,
πέρα από
κάθε άθλο, δεν αγωνίζεται, δεν φωνάζει.
Ωριμάζει
αλάκερος σιωπηλά, ακατάλυτα,
αιώνια με το Σύμπαντο».
Αρμοδέθηκε
πια,
σοφίλιασε με
την άβυσσο,
όπως ο
σπόρος του αντρός, με το σπλάχνο της γυναίκας.
Είναι πια η
άβυσσο η γυναίκα του και τη δουλεύει,
ανοίγει,
τρώει τα σωθικά της,
μετουσιώνει
το αίμα της,
γελάει,
κλαίει, ανεβαίνει,
κατεβαίνει
μαζί της, δεν την αφήνει!
Πως μπορείς
να φτάσεις
στο σπλάχνο
της άβυσσος και να την καρπίσεις;
Αυτό, δεν
μπορεί να ειπωθεί,
δεν μπορεί
να στριμωχτεί σε λόγια,
να υποταχτεί
σε νόμους.
Καθένας,
έχει και τη λύτρωση τη δική του,
απόλυτα ελεύτερος.
Διδασκαλία
δεν υπάρχει,
δεν υπάρχει
Λυτρωτής που ν’ ανοίξει δρόμο.
Δρόμος ν’
ανοιχτεί, δεν υπάρχει.
Καθένας,
ανεβαίνοντας
απάνω από τη δική του κεφαλή,
ξεφεύγει από
το μικρό, όλο απορίες μυαλό του.
Μέσα στη
βαθιά Σιγή,
όρθιος,
άφοβος, πονώντας και παίζοντας,
ανεβαίνοντας
ακατάπαυτα από κορυφή σε κορυφή,
ξέροντας πως
το ύψος, δεν έχει τελειωμό,
τραγουδά,
κρεμάμενος στην άβυσσο…
***