Όταν σε μία σχέση ένα άτομο
«μας αγαπάει πολύ» χωρίς πρώτα εμείς να έχουμε αποδεχθεί και αγαπήσει πρώτοι
τον εαυτό μας, η ίδια η σχέση μας απωθεί και νιώθουμε πως πρέπει να φύγουμε από
αυτήν.
Δεν είμαστε σε θέση να
«εκτιμήσουμε» αυτό το ειλικρινές πολλές φορές ενδιαφέρον, πόσο μάλλον την
αγάπη.
Μα δεν κάναμε κάτι εμείς, ώστε
«ο άλλος» να μας αγαπήσει. Τότε πως είναι δυνατόν να μας αγαπάει;
Παρόλα αυτά, αναγνωρίζουμε πως
μας βλέπει σαν Θεό και πίνει νερό στο όνομα μας.
Δεν μπορούμε όμως να πιστέψουμε
πως αυτό θα μπορούσε «να ισχύει» στ’ αλήθεια. Κάποιος «δείχνει», πως αγαπά σε
μας κομμάτια, που εμείς «δεν βλέπουμε» καν ότι τα έχουμε.
Οπότε τι συμπέρασμα βγάζουμε;;
Πως δεν αγαπά τελικά εμάς με τα
άπειρα ελαττώματα μας, αλλά στο πρόσωπο μας αγαπά, ουσιαστικά έναν άνθρωπο που
δεν υπάρχει. Γιατί οι ίδιοι, δεν ταυτιζόμαστε μέσα μας με τα χαρακτηριστικά του
ατόμου που αυτός αγαπάει. Πως μπορούμε λοιπόν να το πιστέψουμε;
«Έχω εγώ όλα αυτά τα υπέροχα
χαρακτηριστικά»; Με τίποτα.
Ξέρουμε πως γνωρίζοντας μας
λοιπόν, ή ζώντας μαζί μας, κάποια στιγμή θα δει την πραγματικότητα για μας, και
θα απογοητευτεί.
Και το χειρότερο; Δεν θα
αντέχαμε ποτέ να μας πει κατάματα:
«Δεν είσαι τελικά αυτό που
αγάπησα».
Μα αυτό εμείς το γνωρίζαμε από
την αρχή, και ήρθε η ώρα να μας το πει και κατάμουτρα:
«Ότι δεν είμαστε το υπέροχο
πλάσμα που μας περιέγραφε ότι ήμασταν και μας αγαπούσε.»
Αυτό εμάς όμως θα μας
καταρράκωνε. Για να περισώσουμε λοιπόν, και να κουκουλώσουμε τις όποιες φοβίες
και ατέλειες μας, πρέπει αυτό το άτομο να το διώξουμε από τη ζωή μας, ώστε να
μην υποστούμε ποτέ αυτή την αποκάλυψη.
Όλη η παραπάνω όμως διαδικασία,
ενώ την κάνουμε εμείς, δεν μπορούμε να την αναγνωρίζουμε. Δεν αναρωτιόμαστε
ποτέ για τις λειτουργίες μας. Και πώς να μπορέσουμε να το κάνουμε όταν η
προσοχή μας είναι στον άλλον, και όχι στον εαυτό μας;
Έτσι, διώχνουμε αυτόν που λέει
«πως μας αγαπάει», και διαλέγουμε «κάποια δύσκολη περίπτωση» (έτσι φαντάζει στα
μάτια μας), ούτως ώστε, όταν «καταφέρουμε» αυτό το άτομο να έρθει κοντά μας, θα
το «έχουμε πετύχει» με όλα τα καλά στοιχεία που έχουμε αναγνωρίσει στον εαυτό
μας, και μέσω αυτών τον προσεγγίσαμε.
Αυτός είναι ο στόχος.
Ένας στόχος όμως που σπάνια
γίνεται εφικτός, γιατί αυτή η απεγνωσμένη μας ανάγκη για παραδοχή, εκπέμπεται
και εκλαμβάνεται από τον άλλον σαν «σίγουρη περίπτωση», και «πάντα διαθέσιμη».
Το «παράδοση άνευ όρων», κάνει μπαμ από μακριά.
Η προσπάθεια προσέγγισης
συνεχίζεται, μέχρι να «κουραστούμε», και νικημένοι, καταρρακωμένοι και
πληγωμένοι, να αποφασίσουμε τελικά να φύγουμε από αυτήν την κατάσταση,
νιώθοντας την «ήττα», στα μύχια της ύπαρξης μας.
Δεν μας επιβεβαίωσε την ανάγκη
μας πως «τα καλά» που βρήκαμε πως έχουμε μέσα μας, είναι όντως
σπουδαία, και άξια αγάπης και προσοχής.
Φεύγουμε καταρρακωμένοι, μέχρι
να βρούμε «την επόμενη δύσκολη περίπτωση», για να μπει σε λειτουργία πάλι «η
ίδια μηχανή», που ανεξέλεγκτα λειτουργεί μέσα μας, ενώ εμείς οι ίδιοι δεν
είμαστε για άλλη μια φορά πουθενά…….
Στην ουσία είμαστε ανασφαλείς.
Νιώθουμε ατελής, εγκαταλειμμένοι, και τόσο, μα τόσο μόνοι…..
Για να αποδεχθεί κάποιος
άνθρωπος όλα τα καλά μας στοιχεία, θα πρέπει εμείς οι ίδιοι να έχουμε αποδεχθεί
πρώτα τον εαυτό μας. Να τον έχουμε αγαπήσει, και με τα τρωτά, και με τα όμορφα
στοιχεία του. Γιατί ο συνδυασμός και των δύο μας έχει κάνει να είμαστε η
ολότητα μας.
Αν ο οποιοσδήποτε θα μας
αγαπήσει, θέλουμε να το κάνει μετά από επίδειξη δική μας για το τι φέρουμε,
αυτό δεν είναι αρχή σχέσης η εμπιστοσύνη, αλλά μία συναλλαγή της λαχαναγοράς.
Σαν να δείχνουμε την πραμάτεια μας, «για να μας αγοράσουν»
Τόσο υποτιμάμε τον εαυτό μας.
Παρακαλάμε για την αγάπη. Παρακαλάμε για την αποδοχή. Παρακαλάμε για την
προσοχή.
Αν δεν αγαπήσουμε, αποδεχθούμε,
και δώσουμε την αμέριστη προσοχή στον εαυτό μας, κανείς δεν θα το κάνει ποτέ
για μας.
Μα και να το κάνει, δεν θα
μπορέσουμε ποτέ να το αναγνωρίσουμε αν πρώτοι δεν το έχουμε κάνει εμείς για
μας.
Η Αγάπη για έναν άλλον άνθρωπο
είναι άλλο πράγμα…..
Η Αγάπη είναι ομορφιά,
μοίρασμα, αποδοχή, παράδοση. Είναι εμπιστοσύνη, είναι έκθεση, είναι μη φόβος.
Είναι βουτιά. Μία βουτιά στο
άγνωστο χωρίς καμία απολύτως εγγύηση για τίποτα.
Δεν είναι συναλλαγή, δεν είναι
συμφωνία. Δεν εμπεριέχει καμία σιγουριά.
Αν μπει η σιγουριά και η
ασφάλεια στη μέση γίνεται δεσμά. Τόσο άσχημα δεσμά, που καταλήγουμε να μισούμε
αυτόν που κάποτε αγαπήσαμε, γιατί έχουμε στερηθεί το ύψιστο ιδανικό της ύπαρξης
μας: «Την ελευθερία μας.»
Όμως στις παραπάνω ιστορίες που
περιγράφηκαν, δεν μπορούμε σε καμία περίπτωση να το αναγνωρίσουμε, γιατί με τον
τρόπο που οι ίδιοι φερόμαστε στον εαυτό μας είμαστε «δέσμιοι» έτσι κι αλλιώς
από κούνια.
Τα δεσμά είναι η δεύτερη φύση
μας.
Γι’ αυτό και τα ζητάμε να μας
τα βάλει και κάποιος άλλος. Γιατί είναι μία πραγματικότητα την οποία έχουμε
τόσο συνηθίσει, που δεν γνωρίζουμε καν τι θα πει να είσαι ελεύθερος, πόσο
μάλλον το να αγαπάς.