Όταν θέλουμε, να βιώσουμε
Αλήθεια, δεν το κάνουμε με κάποια δεδομένα. Δεν το κάνουμε δηλαδή, παίρνοντας
ως σημείο εκκίνησης μας, τις ήδη υπάρχουσες γνώσεις, καταβολές,
οριοθετήσεις μας. Δεν ξεκινάμε λοιπόν
από την ήδη υπάρχουσα καταχωρημένη γνώση
μας για μας, και για τον κόσμο.
Ξεκινάμε, από το δεδομένο πως τα πάντα μας είναι
άγνωστα, κι αυτό που μένει, (για όποιο έχουμε επιλέξει να είναι το θέμα που
θέλουμε να διερευνήσουμε), να βρούμε οι ίδιοι, μέσα μας απαντήσεις. Τι ισχύει
δηλαδή, όχι ως αυτά που μας μάθανε, αλλά τι ισχύει για μας Ατομικά.
Ο καλύτερος λοιπόν τρόπος για
την διερεύνηση μας, είναι οι απορίες μας. Που τίθενται, με κάποιες ερωτήσεις;
Γιατί στο διαλεγμένο μας θέμα, (ας πούμε), να επικρατεί, (και να φαίνεται), η
παρούσα λειτουργία του; Αν δεν ήταν έτσι τι θα συνέβαινε, ή τι θα σήμαναι. Ή,
πως θα επηρέαζε εμάς, και την γενικότερη (εις βάθος) ψυχολογία μας;
Τα ερωτήματα που μπορούν να
τεθούν είναι άπειρα. Αλλά, θα παρατηρήσουμε, (αν επικεντρωθούμε αποκλειστικά,
και «συνδεθούμε» αισθαντικά με τις ερωτήσεις μας), πως η κάθε επόμενη ερώτηση,
«αναδύεται», (ή έχει προκύψει) από την άμεσα προηγούμενη. Υπάρχει δηλαδή μία
σύνδεση, ή ένα ξεδίπλωμα σε όλο μας αυτό το «σκάψιμο».
Τι είναι αυτό όμως «μέσα μας»,
που του «έρχεται», η γνώση της κάθε επόμενης ερώτησης; Γιατί αν παρατηρήσουμε,
(ειδικά μετατρέποντας τις ερωτήσεις μας σε καταφάσεις,) θα δούμε, πως υπάρχει
ένα ειρμός. Μία συνέχεια. Που αυτή η συνέχεια, περιλαμβάνει περιγραφές, αυτών
ακριβώς που προκλήθηκαν από την κάθε προηγούμενη ερώτηση μας. Περιλαμβάνουν
λοιπόν, μία νέα γνώση. Νέα, γιατί δεν στηρίχτηκε σε τίποτα εξωτερικό, κι όμως,
γεννήθηκε μέσα μας, ακριβώς τη στιγμή της διερεύνησης μας.
Υπάρχει λοιπόν, (αγαπητοί μου),
«κάτι» μέσα μας, που παρόλο που δεν βασίζεται στο παρελθόν, στους άλλους, ή
στην μέχρι τώρα αποδεκτή νοητική γνώση που είναι ευρέως αποδεκτή, μία άλλη γνώση, από μια πηγή, που δεν είναι
αλλού, αλλά μέσα μας.
Αυτή η πηγή, είναι η «φωνή του
εαυτού μας». Που επειδή ακριβώς είναι τόσο αυτονόητη, δεν μπορούμε να
αντιληφθούμε πως βρίσκεται τόσο μα τόσο κοντά μας. Είμαστε εμείς.
Εμείς, αλλά σε ένα ευρύτερο
συνειδησιακό επίπεδο, με το οποίο όμως, δεν είμαστε ενωμένοι, και επειδή
ακριβώς τα επίπεδα είναι διαφορετικά, (και δεν τα έχουμε ενσωματώσει),
αντιλαμβανόμαστε το διτό διάλογο που γίνεται, δηλαδή ότι εμείς ρωτάμε, και κάτι
άλλο, ή κάποιος άλλος απαντά.
Συμβαίνει όμως αυτό, γιατί
ακριβώς δεν είμαστε ενωμένοι μεσα μας, με όλα τα κομμάτια της ύπαρξης μας.
Αυτό σημαίνει πως σε κάθε
πεδίο, υπάρχει και ένας εμείς;
Ακριβώς αυτό!
Υπάρχουμε, σε πολλά πολλά
πεδία, ως ξεχωριστές όμως (διαχωρισμένες οντότητες) στο καθένα από αυτά. Έτσι,
άλλα θέλει το σώμα μας, άλλα αισθανόμαστε, άλλα σκεφτόμαστε, και άλλα (τις
περισσότερες φορές) μας λέει αυτή η «φωνούλα», την οποία βέβαια δεν ακούμε
ποτέ, μια και «δεν στηρίζεται σε λογικά, ήδη δουλεμένα δεδομένα», ώστε να
είμαστε εκ των προτέρων σίγουροι, πως μας καθοδηγεί σωστά.
Κατά «το ψάξιμο μας όμως», (με
τον τρόπο των ερωτήσεων όπως ήδη ειπώθηκε), παρατηρούμε ακόμα, πως αυτή η φωνή,
δεν εμφανίζεται μόνη της. Ή, ακόμα κι όταν εμφανίζεται, δεν κάνει θόρυβο, και
δεν προτείνει τα δεδομένα της με καταναγκαστικές τάσεις. Αντίθετα, είναι σαν ψίθυρος.
Ερχόμαστε λοιπόν τώρα στο εξής
ερώτημα: Αν όπως γράφτηκε, υπάρχουμε σε κάθε πεδίο από μία οντότητα, που κάθε
οντότητα είμαστε εμείς, ποιος αποφασίζει; Γιατί ακόμα και να αποφασίζουμε να
ακολουθήσουμε μόνο αυτήν την εσωτερική φωνή, κάποιος, θα πάρει αυτήν την
απόφαση. Κι εδώ, αρχίζουν τα ωραία:
Αρχικά, είμαστε ένας
κατακερματισμένος εαυτός. Ένας εαυτός, δημιουργημένος εντός ύλης, με υλικό
σώμα, που πρωταρχικό και βασικό του μέλημα είναι η προστασία του. Αυτός λοιπόν,
το επονομαζόμενο «εγώ» μας, (νομίζει ότι) καί σκέφτεται, καί αισθάνεται, καί πράττει.
Λάθος!
Γιατί αυτό το εγώ, δεν είναι
μία οντότητα. (Γι’ αυτό και είπαμε πριν πως είναι κατακερματισμένος ο εαυτός
μας). Γιατί υπάρχουμε καί ως σώμα, (που έχει κάποιες ορέξεις, και ανάγκες για
να επιβιώσει), καί ως συναίσθημα, (με όλη τη γκαμα των συναισθημάτων από το
μίσος μέχρι την μεγαλύτερη χαρά, όπως την νομίζουμε), καί ως σκέψη, (που
αναλύει, ανακυκλώνει, θυμάται, οργανώνει κλπ), καί ως αυτό που όπως είπαμε αφορά την φωνούλα «ψίθυρο»,
μα καί, αυτό που αποφασίζει, «ποιον εαυτό απ’ όλους θα ακολουθήσει», και ταυτόχρονα, όλα μαζί...
Και τι γίνεται; Όσο, δεν
ακολουθούμε καθόλου τη «φωνούλα», ή δεν προσπαθούμε να αναπτύξουμε το να
μάθουμε να την ακούμε, έχουμε επιλέξει (ασυνείδητα), να υπάρχουμε, μόνο ως σώμα,
συναίσθημα και σκέψη. Αυτό σημαίνει, πως παραδεχόμαστε μόνο όσα οι πέντε
αισθήσεις μας, μας αποκαλύπτουν, (γιατί αυτά είναι κοινά αποδεκτά από όλους), και
τελικά, το σώμα μας, το συναίσθημα μας, και η σκέψη μας, είναι αυτά που
αποφασίζουν για μας.
Που σημαίνει, πως έχει τότε
σημασία, ποιο από τα τρία είναι πιο δυνατό μέσα μας. Όποιο είναι το πιο δυνατό,
αυτό και ακολουθούμε. Εμείς όμως, (ως τη «φωνούλα», την οποία και δεν
φωτίζουμε), δεν είμαστε πουθενά. Παρ’ όλα αυτά, η φωνούλα μόνο είναι ικανή, να
«συνενώσει» την πολλαπλότητα μέσα μας, και να μας συνθέσει, σε ένα ενιαίο, και
ολοκληρωμένο σύνολο. Μία ανεξάρτητη, αυτάρκη, και ευτυχισμένη οντότητα,
ταυτισμένη απόλυτα με την εργασία την οποία και επιτέλεσε άριστα στην ύλη, που
γι’ αυτό και ήρθε εξαρχής. Για να εκφράσει, (τιθασεύοντας όλες τις χαμηλότερες
εκφράσεις της), την ίδια τη φωνούλα, ή οποία και «αναλαμβάνει τον έλεγχο».
Τι έχουμε λοιπόν; Έχουμε Τρεις
κατώτερες οντότητες (αυτού που είμαστε), (το υλικό σώμα, το συναίσθημα, και η
σκέψη), ένα ανώτερο, (τη φωνούλα), και αυτόν, που (συνειδητά ή ασυνείδητα),
επιλέγει κάθε φορά τι θα ακολουθήσει, και αποτελεί το «ασανσέρ», που
μεταφέρεται στα επίπεδα…
Όλα όμως, είμαστε εμείς. Ως
πολλαπλότητα σε όλα αυτά τα επίπεδα, και ως Μονάδα, όταν καταφέρουμε όλα μαζί
(τα κατακερματισμένα κομμάτια μας), να τα συνθέσουμε σε ένα «ενιαίο σύνολο»,
που θα δρουν, με τις «αποφάσεις, «της φωνούλας»… (Αναπτύσσοντας τη βέβαια
πρώτα, και μαθαίνοντας να επικοινωνούμε μαζί της). Αργότερα, (όταν το σώμα, το
συναίσθημα, και η σκέψη, θα έχουν γίνει πιστοί «υπηρέτες» της φωνούλας), θα
υπάρχει μόνο μία ενιαία αλληλεπίδραση με τα πάντα γύρω, που θα είναι ο Εαυτός
μας.
Όμως το πράγμα δεν σταματά
εκεί. Γιατί, ενώ τιθασεύσαμε, και ενώσαμε τα κομμάτια μας όλα, αυτό που
ουσιαστικά κάναμε, είναι να καταφέρουμε να ζούμε πλέον από «επάνω προς τα
κάτω», δηλαδή, φωτίζοντας όλους τους κατώτερους μας φορείς, με τις κατευθύνσεις
της «φωνούλας». Που τώρα πια, δεν αποτελεί «φωνούλα», άλλα την μόνη καθαρή
«φωνή» που ακούγεται μέσα μας.
Η πολλαπλότητα, έγινε λοιπόν
ενότητα. Και η ενότητα, Ένα. Κι αυτό το ένα «γνωρίζει», πως το ταξίδι δεν
σταματά εδώ. Ένας ακόμα δρόμος ανοίγεται μπρος μας, (τώρα που συνθέσαμε όλα τα χαμηλότερα)
ο οποίος αφορά, τη σίγαση, ακόμα και αυτής τώρα πια της φωνής…
Αυτός ο δρόμος που ανοίγεται
λοιπόν, δεν έχει να κάνει σε τίποτα με ότι γνωρίσαμε ως τώρα, ακόμα και από την
ίδια την εμπειρίας μας, για να φτάσουμε στην σημερινή ένωση μας. Όλο το
παρελθόν μας, ξαναχάνεται. Αυτή τη φορά, όχι ως τις προτροπές του υλικού
σώματος, του συναισθήματος και της σκέψης, αλλά ως «ωθήσεις», του να κάνουμε
κάτι εδώ… Ολοκληρώσαμε αυτήν τη τάξη, αλλά για να προχωρήσουμε παραπέρα,
οποιαδήποτε φωνή, ακόμα και αυτή που τόσο καιρό μας καθοδηγούσε, πρέπει να
σωπάσει…
Με αυτήν τη Φωνή βέβαια
κατευθυνόμαστε ακόμα στην εξωτερική μας ζωή, (για όσο παραμένουμε σε ένα υλικό
σώμα), όμως αν θέλουμε να προχωρήσουμε παραπέρα, (πέραν της τρισδιάστατης
ύλης), και αυτή η φωνή, νιώθουμε πια, πως «για εδώ» δεν έχει να μας πει τίποτα,
όσων αφορά τη συνέχιση της εσωτερικής μας πορείας. Εδώ, μόνο η απόλυτη σιωπή,
(ακόμα και αυτής της φωνής της καθοδήγησης μας), πρέπει να σωπάσει…
Έτσι, στη συνέχεια, (στην
κυριολεξία) διαλυόμαστε…
Μέσα από αυτή τη διάλυση, (και
σε αυτή τη διάλυση), είναι που βιώνουμε, και ζούμε από εδώ και πέρα… Και τα λόγια εδώ, σταματούν…
Διότι τελειώνοντας, και ολοκληρώνοντας
το σκοπό μας στην ύλη, υπάρχει συνέχεια, σε καταστάσεις και κόσμους (αόρατους
για το τρισδιάστατο πεδίο) για τους οποίους, καί δεν μπορούμε να γνωρίζουμε
τίποτα, (αν δεν τα περάσουμε οι ίδιοι, και δεν τα γνωρίσουμε βιωματικά,) καί
δεν μπορούμε να μεταφέρουμε τίποτα από τα εδώ, με τους γνωστούς, δυνάμενους να
καταγραφούν, συνήθεις τρόπους επικοινωνίας, μεταξύ, (των περισσοτέρων ανθρώπων)…
Όμως, είναι τόσο επιτακτική η
ανάγκη της συνέχειας μας, που δεν υπάρχει πια τίποτα δυνατότερο μέσα μας από
αυτό!
Γιατί η ουσία, δεν είναι το να
«γίνουμε συνειδητοί». Η ουσία, είναι να απελευθερωθούμε, απ’ όλο το ψέμα του
εαυτού μας, (ως κατακερματισμένης οντότητας), ή σύνθεση του εαυτού μας, και η απελευθέρωση,
απ’ όλο αυτό που συμβαίνει….
Προχωράμε λοιπόν. Κι όποιος
αντέξει…
Κι όποιος τολμήσει…
Κι όποιος αποφασίσει…
Κι όποιος επιμείνει…
Κι όποιος παραμείνει…
Αυτός θα φτάσει….